Η γενική επιστράτευση της 17-18 Σεπτεμβρίου 1912 βρήκε τον βασιλιά Γεώργιο Α’ στο εξωτερικό. Από κεί προσπάθησε να αποτρέψει τη στρατιωτική προετοιμασία.
Αλλά, τελικά, πείστηκε και εξέφρασε «απόλυτον εμπιστοσύνη εις την κρίσιν του κ. Βενιζέλου».
Ο Γεώργιος επέστρεψε στη χώρα στις 26 Σεπτεμβρίου, ενώ ο πρωθυπουργός έσπευδε να τον υποδεχθεί στα Ισθμια, όπου κατέπλευσε η βασιλική θαλαμηγός «Αμφιτρίτη». Εκεί διευθετήθηκε, όπως όλα μαρτυρούν, η διαφωνία αυλής και κυβέρνησης ως προς την κήρυξη του πολέμου.
Σύμφωνα με την κλασική αφήγηση του Γ. Βεντήρη «Η Ελλάς του 1910-1920», ο πρωθυπουργός «εξέθεσεν εις τον μονάρχην τα πράγματα και τους λόγους ένεκα των οποίων η κυβέρνησις απεφάσισε να συμπολεμήση μετά των σλαβικών κρατών εναντίον της Τουρκίας». Η περιγραφή του βασίζεται σε αφήγηση του Βενιζέλου, όπως σημειώνει η μεταγενέστερη ιστορική έρευνα.
O διάλογος
Ο βασιλιάς, αφήνοντας τότε τους φόβους του «μήπως η Βουλγαρία εγκαταλείψει την Ελλάδα», τον διέκοψε:
– Βασιλεύς: Μην το λέτε αυτό, κ. πρόεδρε.
– Βενιζέλος: Διατί, Μεγαλειότατε; Εχομεν την στρατιωτικήν δύναμιν. Επαναλαμβάνω ότι θα φθάσωμεν εντός δυο εβδομάδων εις την Θεσσαλονίκην. Θα εισέλθωμεν πρώτοι.
– Βασιλεύς: Αδύνατον την Θεσσαλονίκην την θέλει η Αυστρία.
Ο πρωθυπουργός ανέπτυξε τότε την γνώμην καθ’ ην η κάθοδος της Αυστρίας εις το Αιγαίον θα διετάρασσε την ευρωπαϊκήν ισορροπία. Εθίγοντο διεθνή συμφέροντα. Δεν συνέβαινε το αυτό με την ελληνικήν κατοχήν. Ο Γεώργιος επέμενεν. Ητο παλαιός φίλος του αυτοκράτορος της Αυστρίας και εγνώριζεν καλά την διπλωματίαν της Βιέννης. Ο Βενιζέλος επεκαλέσθη το τελευταίον επιχείρημα:
– Κατά τη γνώμην σας η Θεσσαλονίκη είναι χαμένη υπόθεση δια την Ελλάδα. Θα την καταλάβη οπωσδήποτε η Αυστρία. Δεν νομίζετε προτιμότερον να την πάρη απ’ ημάς παρά από άλλον; Πάντως έχομεν να κερδίσωμεν κάτι εις αντάλλαγμα.
– Βασιλεύς: Αυτό είναι σοφόν. Συμφωνώ μαζί σας.
Υπάρχει, όμως, και διαφορετική εκδοχή για τον τρόπο με τον οποίο πείστηκε ο βασιλιάς να συμφωνήσει για την κήρυξη του πολέμου. Κατά τον Γάλλο ιστορικό Ε. Ντριό («Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος»), ο Βενιζέλος «έπεισε» τον Γεώργιο λέγοντας:
-Μεγαλειότατε, τον πόλεμον ή το στέμμα σας…
Με άλλα λόγια ή εγκρίνεται την απόφαση που πήρα ή σας εκθρονίζω!
Ο Βεντήρης, που είχε υπόψη του τη διήγηση του Γάλλου για τη συζήτηση στην «Αμφιτρίτη», κρίνει ότι «πρόκειται περί φαντασιολογήματος.
Ουδεμία αφορμή υπήρχε να λεχθή τοιαύτη φράσις και ούτε μετεχειρίσθη ποτέ ο Βενιζέλος παρομοίαν γλώσσαν απέναντι του Γεωργίου…».
Μαζί του συντάσσονται οι περισσότεροι Ελληνες ιστορικοί. Αντίθετη είναι η άποψη του ιστορικού Γ. Κορδάτου («Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας»). Σημειώνει: «Δεν θέλει ρώτημα ότι ο Γάλλος ιστορικός είχε πολύ καλύτερες πληροφορίες από το Βεντήρη και σχέσεις μάλιστα πολύ φιλικές με το παλάτι.
Εγινε υμνητής του Κωνσταντίνου και της βασιλικής πολιτικής (ο φιλομοναρχικός Ντριό, που έζησε και στην Ελλάδα, ανάμεσα στ’ άλλα έγραψε και βιογραφία των Κωνσταντίνου). Ο,τι γράφει, λοιπόν, το γράφει από πληροφορίες που είχε από το άμεσο περιβάλλον του Γεωργίου».
Ετσι κι αλλιώς, εκείνες τις ώρες η επιστράτευση είχε συνεπάρει την Ελλάδα, λίγα εικοσιτετράωρο νωρίτερα (22 Σεπτεμβρίου) είχε υπογραφεί ελληνοβουλγαρική στρατιωτική σύμβαση και τίποτα δεν απέτρεπε τον «άφευκτο πόλεμο». Ούτε η διπλωματία των Μεγάλων Δυνάμεων για τη διατήρηση του ευρωπαϊκού στάτους κβο.
Με έναν ορισμένο τρόπο το κλίμα αυτό αποτυπώθηκε στην παλλαϊκή υποδοχή, που έγινε στον βασιλιά και τον πρωθυπουργό τη νύχτα της 26ης προς την 27η Σεπτεμβρίου. Την επομένη ο διάδοχος και αρχηγός του στρατού της Θεσσαλίας Κωνσταντίνος, μαζί με το επιτελείο του, αναχωρούσαν για τη Λάρισα…
Μια υποτίμηση που φθάνει έως τις μέρες μας
Ενας ακριβώς αιώνας συμπληρώνεται από την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων. Η σύγκρουση των τεσσάρων βαλκανικών συμμάχων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε πρώτη φάση και μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, κυρίως σε δεύτερη, έμελλε ν’ αλλάξει τον χάρτη της περιοχής και να διαμορφώσει τον ελληνικό χώρο περίπου στα σημερινά όριά του. Το τέλος βρήκε την Ελλάδα να έχει αυξήσει κατά 80% τον πληθυσμό της και 90% την έκτασή της.
Τα γεγονότα του 1912-1913 δεν ήταν καταλυτικά μόνο για την Ελλάδα, τους λαούς και τις χώρες της Χερσονήσου. Σφράγισαν, όπως σημειώνει ο ακαδημαϊκός Κ. Σβολόπουλος, γενικότερα την πορεία της Ευρώπης: «Η αναδιαμόρφωση του πολιτικού χάρτη στις νοτιοανατολικές παρυφές της επέδρασε δυναμικά στην αναδιάταξη της ισορροπίας των δυνάμεων σ’ ευρύτερη γεωπολιτική κλίμακα. Ταυτόχρονα, έναν και πλέον αιώνα μετά την έναρξη της διαμάχης με την Ευρώπη της απολυταρχίας και του συντηρητισμού, η νέα Ευρώπη, πρωτοπόρος στον αγώνα για την κατοχύρωση των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας και της αυτοδιάθεσης των λαών, επέβαλε την ισχύ της σε ένα ζωτικό ακόμη τμήμα της Γηραιάς Ηπείρου…». Αν σε όλα αυτά προστεθεί ότι σήμαναν την οριστική ήττα και το τέλος του οθωμανισμού η σημασία τους είναι αποφασιστική για τη βαλκανική -κι όχι μόνο- ιστορία.
Παρ’ όλα αυτά, στα καθ’ ημάς, τουλάχιστον, δεν αποτέλεσαν μέχρι πρόσφατα «αυτοδύναμο και αυτοτελές γεγονός», όπως σημειώνει η ιστορικός Χρ. Κουλούρη: «Εντάχθηκαν σε μια μακρά σειρά γεγονότων, η οποία ξεκινά από την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και καταλήγει στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922… Καταγράφηκαν ως περίοδος εθνικής ομοψυχίας για να υπογραμμίσουν -έστω και εμμέσως- την καταστροφή που προκάλεσε η διχόνοια…». Αυτή η «ανάγνωση» είναι παρούσα έως τις μέρες μας και μάλιστα κυρίαρχη το τελευταίο διάστημα. Για ευνόητους λόγους, που σχετίζονται με την τρέχουσα κρίση.
«Την ευθύνη φέρει η κυβέρνησις…»
Αν και η ομοψυχία του λαού τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων εκδηλωνόταν παντού και οι πολίτες επιστρατεύονταν με ενθουσιασμό και όχι με σφιγμένη καρδιά, όπως στο παρελθόν (1886 και 1897), δεν συνέβαινε το ίδιο στο βασιλικο-παλαιοκομματικό μπλοκ εξουσίας. Ο Γεώργιος, αφού συμφώνησε, θέλοντας και μη, με την επιστράτευση και την κήρυξη πολέμου, δήλωνε… πονηρά: «Πρέπει να έχωμεν όλοι εμπιστοσύνη εις την κυβέρνησιν, διότι αυτή φέρει την ευθύνην…».
Γενικός ενθουσιασμός με εξαιρέσεις…
Στο ίδιο μήκος κύματος περί «ευθύνης της κυβέρνησης» κινούνταν και αρκετές αντιπολιτευόμενες εφημερίδες. Παρά τον εθνικό ενθουσιασμό, που διαπερνούσε τα φιλοπόλεμα δημοσιεύματα. Για παράδειγμα, ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του παλαιοκομματισμού Γ. Θεοτόκης συμφωνούσε με μισή καρδιά, επειδή «έφτασαν ως εδώ τα πράγματα». Ενώ ο κατοπινός δικτάτορας Μεταξάς (από τους συντάκτες της ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας και από τους επιτελείς του Κωνσταντίνου) έκρινε τον «πόλεμον ασύμφορον»…