«Ενα κτίριο στο κέντρο της πόλης μισθώθηκε από τον Δήμο Αθηναίων με ενοίκιο 16.000 ευρώ μηνιαίως για να μεταφερθούν οι υπηρεσίες του Ληξιαρχείου. Στη συνέχεια δόθηκαν 30.000 ευρώ για να ανακαινιστεί. Τελικά η μεταφορά δεν πραγματοποιήθηκε, αλλά ο δήμος συνέχισε να πληρώνει το ενοίκιο για 18 μήνες. Το 2007 πραγματοποιήθηκε παραγγελία ηλεκτρολογικού υλικού για τον δήμο αξίας 20.000. Παρά το γεγονός ότι τα υλικά δεν χρησιμοποιήθηκαν, το 2008 έγινε μια καινούργια παραγγελία αξίας επίσης 20.000 ευρώ, όπως και το 2009. Τα υλικά αυτά που ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν βρέθηκαν στοιβαγμένα στις αποθήκες του δήμου. Πλέον δεν έχουν καμία χρησιμότητα γιατί έχουν λήξει». Με αυτή τη μικρή διήγηση η αντιδήμαρχος Οικονομικών του Δήμου Αθηναίων Εύα Κοντοσταθάκου απαντά στο ερώτημα πώς ο μεγαλύτερος δήμος της χώρας έφτασε να χρωστά σήμερα περισσότερα από 200 εκατομμύρια ευρώ σε δάνεια σε ελληνικές και ξένες τράπεζες και προμηθευτές. Αν και η δημαρχία Καμίνη κατάφερε να αποπληρώσει περίπου 50 εκατομμύρια ευρώ από τα οφειλόμενα προς τρίτους, το χρέος παραμένει υψηλό και «δύσκολο στον χειρισμό» του, ειδικά στη συγκεκριμένη οικονομική συγκυρία.
Ο Δήμος Αθηναίων αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα του «οικονομικού μοντέλου» που εφαρμόστηκε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση για χρόνια με αποτέλεσμα πολλοί δήμοι αυτή τη στιγμή να βρίσκονται κυριολεκτικά στο χείλος της οικονομικής καταστροφής, εφόσον στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα προστέθηκαν οι μεγάλες περικοπές της κρατικής χρηματοδότησης που έχουν φτάσει το 60%. Παράλληλα τα έσοδα παρουσιάζουν δραματική πτώση.
Σήμερα, σύμφωνα με στοιχεία του υπ. Εσωτερικών οι οικονομικές υποχρεώσεις των δήμων προς το κράτος σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές είναι 100 εκατομμύρια ευρώ, ποσό σχετικά μικρό σε σχέση με τα 1,8 δισ ευρώ που οφείλουν σε τράπεζες, 1,3 δισ ευρώ που είναι οι οφειλές προς τρίτους ( προμηθευτές, οφειλές από έργα κ.τ.λ). Το ποσοστό των χρεών των δήμων αναλογεί στο 1,7% του συνολικού δημόσιου χρέους.
Από την άλλη, μέσα σε αυτό το ζοφερό σκηνικό υπάρχουν δήμοι που έχουν καταφέρει όχι μόνο να τα βγάζουν πέρα, αλλά και να διαθέτουν και πλεόνασμα, αποδεικνύοντας ότι η υπερχρέωση ενός δήμου δεν αποτελεί νομοτέλεια.
Ασφαλώς, οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους δήμους είναι μεγάλες και επηρεάζουν και την οικονομική τους δυνατότητα. Υπάρχουν για παράδειγμα εκείνοι που διαθέτουν μεγάλη περιουσία, ή εκείνοι που βρίσκονται σε καίρια θέση, όπως οι παραθαλάσσιοι δήμοι.
Υπάρχουν εκείνοι που εκ προοιμίου έχουν μεγάλα έσοδα όπως για παράδειγμα ο Δήμος Φυλής που εισπράττει εκατομμύρια για τον ΧΥΤΑ, αλλά και εκείνοι που δεν έχουν πιθανότητα να εισπράξουν χρήματα από τους δημότες τους, καθώς το οικονομικό τους επίπεδο είναι πολύ χαμηλό.
Ο Δήμος Ρέντη ήταν ένας εύρωστος οικονομικά δήμος μέχρις ότου συνενώθηκε με τον προβληματικό οικονομικά Δήμο Νίκαιας. «Πριν από τη συνένωση είχαμε 10 εκατ. πλεόνασμα και αμέσως μετά φορτωθήκαμε χρέος 90 εκατ. ευρώ» λέει στην «Κ» ο δήμαρχος της πόλης κ. Γιώργος Ιωακειμίδης.
«Ο Δήμος Ρέντη είχε την τύχη να βρίσκεται σε περιοχή όπου υπάρχουν εργοστάσια και βιοτεχνίες με πολλά τετραγωνικά μέτρα από τις οποίες εισπράτταμε εύκολα υψηλά δημοτικά τέλη. Επίσης το Village και το Αllou μάς έδιναν ένα εκατομμύριο ευρώ τον χρόνο, όταν οι συνολικές εισπράξεις από τέλη ήταν 8 εκατ. ευρώ» εξηγεί.
Από την άλλη η Νίκαια είναι ένας πολύ φτωχός δήμος όσον αφορά τους κατοίκους. Στην ερώτηση για κακοδιαχείριση στον πρώην Δήμο Νίκαιας απαντά με εύσχημο τρόπο. «Εγώ πιστεύω ότι έτσι και αλλιώς πρέπει να περνάς με όσα έχεις. Δεν μπορείς να χρεώνεις το μέλλον για να κερδίζεις τετραετίες».
Ο Δήμος Πειραιά τον προηγούμενο μήνα δεν είχε τη δυνατότητα να καταβάλει μισθούς, καθώς η μηνιαία κρατική επιχορήγηση του δήμου παρακρατείται ολόκληρη για τη δόση του δανείου ύψους 140 εκατομμυρίων ευρώ από το ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Ο δήμος χρωστά επίσης 35 εκατομμύρια ευρώ σε προμηθευτές – εργολάβους. Πάντως ο δήμαρχος της πόλης κ. Βασίλης Μιχαλολιάκος διατηρεί την αισιοδοξία του. Οπως λέει η μόνη λύση είναι η διαγραφή του χρέους του δήμου.
Κυνήγι των εσόδων, μείωση των εξόδων
Παρά τη δύσκολη οικονομικά συγκυρία υπάρχουν δήμοι που τα καταφέρνουν. Η συνταγή που προτείνουν μοιάζει απλή. «Κυνηγάμε τα έσοδα, μειώνουμε τα έξοδα και αναζητούμε νέες πηγές χρηματοδότησης μέσω επενδύσεων». Ο Δήμος Παλαιού Φαλήρου έχει σήμερα πλεόνασμα 5 εκατομμυρίων ευρώ. «Το 2002 τα έσοδα του δήμου ήταν 17,5 εκατ. ευρώ, σήμερα ξεπερνούν τα 30 εκατ. ευρώ» λέει στην «Κ» ο δήμαρχος της πόλης κ. Διονύσης Χατζηδάκης. Οπως εξηγεί, εκμεταλλεύτηκε τα πλεονεκτήματα του δήμου εισπράττοντας δημοτικά τέλη από τη μαρίνα που διαθέτει ο ΕΟΤ στην περιοχή και την έκταση του Village. «Κυνηγήσαμε τα χρήματα που πληρώνουν τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος. Επίσης ενώ από τις διαφημίσεις στις πινακίδες εισπράτταμε 500.000 ευρώ σήμερα έχουμε φτάσει τα 3,5 εκατ.» εξηγεί.
Πλεονασματικός είναι και ο Δήμος Ιλίου. Ο δήμαρχος κ. Νίκος Ζενέτος στην ερώτηση πώς τα κατάφερε δίνει μια πολύ απλή εξήγηση. «Πιστεύω ότι ένας δήμος πρέπει να κάνει ό,τι κάνει κάποιος στο σπίτι του. Βάζει δηλαδή κάποια χρήματα στην άκρη για τις δύσκολες στιγμές. Συχνά με κατηγορούσαν γιατί δεν έκανα κάποιες “επενδύσεις”» λέει χαρακτηριστικά. Φαίνεται όμως ότι μάλλον καλά έκανε…
Εμείς τώρα τι να πούμε?? Οι ….’το πάλαι ποτέ νυκοκυραίοι?’