Ήταν το μωρό των 20 μηνών, που κάποιος Γερμανός ή Σουμπερίτης το άρπαξε από την αγκαλιά της μητέρας του, μέσα στην κόλαση της μέρας, το πέταξε στα ξερόκλαδα και σώθηκε…
Στα 70 του χρόνια ο Δημήτρης Γρυντάκης σήμερα κι όμως τον ψυχισμό του ακολουθούν οι φρικαλεότητες του Σούμπερτ και των λιπόψυχων ενόπλων του από τον Κρουσώνα, που έδρασαν λυσσαλέα κατά των γυναικών της Καλής Συκιάς Ρεθύμνου, τις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου του 1943. Αυτές τις βαρβαρότητες τις έμαθε μεγαλώνοντας…
Ήταν το μωρό των 20 μηνών, που κάποιος Γερμανός ή Σουμπερίτης το άρπαξε από την αγκαλιά της μητέρας του, μέσα στην κόλαση της μέρας, το πέταξε στα ξερόκλαδα και σώθηκε. Λυπήθηκε (!) το ανθρωπόμορφο τέρας να το σκοτώσει και να το πετάξει κι αυτό στην πυρά, όπως τη μάνα του…
Γλίτωσε, λοιπόν το κάψιμο που προκάλεσαν οι ανθέλληνε πιστοί ακόλουθοι του σαδιστή λοχία και έκαιγαν ζωντανές γυναίκες. Όμως όλα τα χρόνια του τον «έκαιγε» διαρκώς το αναπάντητο «γιατί». Η μητέρα του Ευαγγελία Νικητάκη, σύζυγος Στρατή Γρυντάκη, έγκυος 8 μηνών, κάηκε σαν λαμπάδα μέσα σε σπίτι που φρόντισαν νωρίτερα οι Σουμπερίτες να του δώσουν φωτιά. Μαζί της κάηκαν σε άλλα σπίτια του χωριού, κατά τον ίδιο τρόπο, άλλες δώδεκα συγχωριανές της και γυναίκες του Ροδακίνου. Ήταν μια πρωτοφανής θηριωδία, που το μίσος στράφηκε αποκλειστικά κατά γυναικών και ίσως είναι από τις σκληρότερες στα χρονικά του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
‘Γνώρισα την ηρωίδα μάνα μου μέσα από φωτογραφίες”!
Η ζωή του Γρυντάκη από τότε, κινήθηκε μέσα σε μια καθημερινή πάλη και σε ένα διαρκή αναστεναγμό, ψάχνοντας από τα πρώτα χρόνια ως μαθητούδι στο σχολείο του χωριού του, να μάθει γιατί δεν έχει μάνα και γιατί οι συγχωριανοί του πάντρευαν τη συμπάθεια και τον οίκτο στο πρόσωπό του… Αναζητούσε το γάλα και το σκέπασμα μιας ηρωίδας μάνας, που όμως δεν γνώρισε ποτέ, παρά μεγάλος και από φωτογραφίες.
Ο ίδιος σήμερα, οικογενειάρχης και εγκατεστημένος για μισό αιώνα και πλέον στην Αθήνα, πατέρας δυο παιδιών, έχει μια ανοικτή πληγή που τρέχει συνεχώς και αποφεύγει να μιλάει για το απόστημα που δεν κλείνει και θα κλείσει μόνο όταν κλείσει και ο ίδιος τα μάτια του.
Όσο μεγάλωνε, η απουσία της μάνας γίνονταν και περισσότερο εμφανής. Ο Δημήτρης με τις μισές κουβέντες που άκουγε, άρχισε να υποψιάζεται. Η ψυχή του ξεσπά στο madeincreta.gr και βουρκώνει: «Από τότε που πήγα στην Αθήνα είχα να έλθω στο χωριό εφτά χρόνια. Δεν θέλω να τα θυμάμαι. Τώρα είμαι πολύ τοπικιστής και τρέφω απέραντη αγάπη στον τόπο μου. Πάντα, όμως, έψαχνα να βρω τη μάνα μου. Μου είπαν πως τη σκότωσαν αλλά δεν μου έλεγαν όλη την αλήθεια…
Ώσπου μια χρονιά, θα ήμουν 27 ή 28 χρονών, έμαθα! Μια θεία μου, αδελφή της μάνας μου, η Χριστίνα Νικητάκη στο Ηράκλειο, μου τα είπε όλα και τότε τη γνώρισα από φωτογραφίες… Ένιωσα σαν να μου έβαλαν φωτιά και να έκαψαν κι εμένα. Καταλαβαίνεις! Απόφευγαν να μου το πουν όλα τα χρόνια, γιατί φοβόταν επειδή ήμουν οξύθυμος μη φτάσω στα άκρα».
Όμως, ακόμη και σήμερα το αίμα του βράζει και είναι ξεκάθαρος: «Το άγριο τέλος της μάνας μου με έχει σημαδέψει από τα παιδικά μου χρόνια και δεν φεύγει μέχρι να ζω. Εκείνοι οι Κρουσανιώτες που τη σκότωσαν και την έκαψαν, μου άνοιξαν μια πληγή που δεν θα κλείσει. Γι’ αυτό και αποφεύγω να μιλώ. Άσε τα υπόλοιπα…»