Είναι κάτι περίεργες στιγμές που δεν έχω φαίνεται κάτι καλύτερο να κάνω και βρίσκω, άθελα μου ίσως, σαν εύκολη λύση το να τα βάζω με το άλλο μου εγώ και να ξεσπάω με το να κακίζω τον εαυτό μου.
Γράφει ο Γ.Καραγιάννης
Το μόνο παρήγορο είναι, αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί παρήγορο, ότι αυτές τις στιγμές τις έχουν και οι άλλοι «παλιοχαρακτήρες». Οι φίλοι μου, που όπως ομολογούν στις κατ’ ιδίαν ανδροκουβέντες μας, είναι στιγμές που και αυτοί σκανάρουν την ζωή τους και κατά περίεργο τρόπο κολλάνε στις κακές στιγμές και ενοχοποιούν τον εαυτό τους για την λάθος αντίδραση, απόφαση, επιλογή… Της στιγμής…
Η «στιγμή» όμως που άφησε τις ανεξίτηλες «ενοχές» που μας κατατρέχουν.
Στιγμές που γίνομαι αυστηρός και σκληρός κριτής του κυρίου Γιώργου.
Αυτού του τύπου που χρόνια τώρα είναι στην κόντρα με το κάθε τι που θα του «χτυπήσει» περίεργα στην αυστηρά περιχαρακωμένη λογική του για το πώς πρέπει να είναι η ζωή του.
Αν τελικά υπάρχει στην ζωή λογική, έστω και αυτή που ονομάζω «περιχαρακωμένη λογική».
Στιγμές που απομονωμένος στα εσώψυχα μου, απολαμβάνοντας την μουσική που ταράζει με τον τρόπο της την ηρεμία που απλώνει δίπλα μου η γλυκιά καλοκαιρινή νύχτα, άθελα μου ίσως φέρνω στη σκέψη μου το παρελθόν και ψάχνω να βρω που έκανα το λάθος.
Συντροφιά με τον πυκνό αρωματικό καπνό της τσιμπούκας ή τον ταπεινό καπνό ενός στριφτού τσιγάρου.
Ποια αλήθεια ήταν η ταμπέλα που αγνόησα και πήρα τον λάθος δρόμο. Αν βέβαια είναι τελικά ο λάθος δρόμος… Ποιος είναι σε θέση να κρίνει με σιγουριά και να γνωμοδοτήσει χωρίς τον φόβο του λάθους.
Σε αντίθεση όμως με όλους αυτούς τα υπόλοιπα είναι στην θέση τους. Ο Αρτεμώνας ίδιος και αναλλοίωτος στον χρόνο. Το Κάστρο, το Σταυρί, το Πάνω Πετάλι, η Παναγιά η Χρυσοπηγή. Γιατί μπορεί να μην βρέθηκαν αντικαταστάτες όλων όσων ανέφερα στις ιδιαιτερότητες τους αλλά ευτυχώς βρέθηκαν, σε πλεονασμό μπορώ να πω, άνθρωποι που αγαπούν τον τόπο τους και τον κρατούν ίδιο και απαράλλακτο στα περισσότερα σημεία.
Τηρούν με ευλάβεια αυτά που τους δίδαξαν οι παλιοί και μακάρι να τα μεταλαμπαδεύσουν και στα παιδιά τους. Όπως εύχομαι να τα περάσω και εγώ στον γιό μου. Να αγαπήσει και αυτός την Σίφνο όπως την αγάπησα και εγώ. Από τα απλούστερα μέχρι τα πιο πολύπλοκα. Η καθαριότητα παραμένει σήμα κατατεθέν του τόπου. Ο φοινικολίδης συνεχίζει να κρατά άσπρους τους απλούς όσο και περίτεχνους αρμούς, τόσο στα καλντερίμια όσο και στις αυλές αλλά και στο εσωτερικό πολλών σπιτιών. Τα σπίτια μοσχοβολούν ασβέστη όπως και τότε, τα χρόνια εκείνα που άφησαν τις ανεξίτηλες θύμησες στο μυαλό μου. Οι φλάροι δεν έχασαν την θέση τους άσχετα αν οι πυροστιές αντικαταστάθηκαν από τις ηλεκτρικές κουζίνες. Από τα μισάνοιχτα πορτέλα βγαίνει η ίδια ευωδιά που θυμάμαι. Αυτή η καταπληκτική ένωση της μυρωδιάς του ασβέστη, της μανούρας, του καλομαγειρεμένου φαγητού αλλά και των λίγων λουλουδιών από τα μικρά παρτέρια των πάντα περιποιημένων κηπαρίων των αυλών. Γιασεμί με βασιλικό.
Γιατί όχι την μυρωδιά της ρεβυθάδας αξημέρωτα της Κυριακής, όταν γυρίζαμε από το «σοκάκι της αμαρτίας» με λίγο αίμα μέσα μας και πιο πολύ αλκοόλ. Αλλά με στομάχι περιποιημένο από τις καταπληκτικές και μοναδικές μπουγάτσες της Καλλιόπης του Νικά, που σαν καλή μάνα μας έμενε όλο το βράδυ ανοιχτή και περίμενε τα παιδιά της όπως έλεγε για να μας περιποιηθεί.
Αυτή η μυρωδιά που έκανε τους παλιούς Σιφνιούς, μόλις το παπόρο άφηνε την Σέριφο να πηγαίνουν στην πλώρη και να αναφωνούν «είχητα Σίφνος». Συνδυασμός προσμονής να φτάσουν πιο γρήγορα στις Καμάρες αλλά και μικρό απόθεμα αυτής της ευωδιάς που είχαν κρατήσει μέσα τους για τις δύσκολες ώρες της απουσίας από το νησάκι τους.
Η αγάπη μου για τον τόπο αυτό είναι μεγάλη. Μια αγάπη που δύσκολα μπορεί να την καταλάβει κάποιος που δεν έχει ζήσει έστω κάποια λίγα από αυτά που έρχονται αυτές τις στιγμές στο μυαλό μου. Πράγματα απλά και ασήμαντα ίσως για μερικούς, τόσο σημαντικά όμως για μένα.
Πως αλήθεια να περιγράψω την μαγεία της πλάσης στο ηλιοβασίλεμα των Καμαρών ή της Αυγουστιάτικης πανσέληνου στα βράχια της Χρυσοπηγής. Τι χρωστήρας ή ποιο φιλμ μπορεί να καταγράψει την εικόνα του φεγγαριού να σηκώνεται ανοιχτά του Πλατύ Γιαλού, μέσα από τα κατάρτια τρικάταρτης σκούνας. Πως μπορείς να μεταφέρεις την μαγεία που νοιώθαμε καθισμένοι στην άμμο, δίπλα στην φωτιά, και ενώ βλέπαμε αμίλητοι το φεγγάρι, την ομορφιά της στιγμής συμπλήρωνε το ακορντεόν του Μάμιδα, που περιμένοντας το καμίνι του να σβήσει μας χάριζε απλόχερα τις νότες του. Στιγμές που απορρίπτεις τελείως το χάρισμα της ομιλίας γιατί εκείνη την στιγμή αυτό το «χάρισμα» καταστρέφει. Είναι οι στιγμές που μιλάνε τα μάτια, η καρδιά, η ψυχή του καθενός μας.
Μπορεί να καταλάβει άραγε κάποιος την ευτυχία να ζήσεις το ηλιοβασίλεμα, να δεις το φεγγάρι και να δεις τον ήλιο να φεγγίζει έχοντας σκαρφαλώσει με τα πόδια στον Αη Συμεώ, περνώντας την νύχτα σου με την παρέα από βιογιά; Μάλλον όχι…
Πως μπορεί να καταλάβει κάποιος την γαλήνη που σε κυριεύει όταν κάθεσαι στην παγκάτσα του καφενέ του Φελλού ή του Κακάκη και ρουφάς κυριολεκτικά χωρίς να το καταλάβεις τις σελίδες ενός βιβλίου.
Τι αλήθεια μπορεί να αντικαταστήσει την χαρά του περίπατου στα ξωκλήσια. Παρέα με την απαραίτητη προχειροφτιαγμένη μάτσα να ρουφάς τις μυρωδιές του θυμαριού και του φασκόμηλου που το δροσερό κυκλαδίτικο αεράκι σου φέρνει από τα γύρω χωράφια.
Και που αν πετύχεις και κανένα αλώνι η χαρά της πρόσκλησης του αλωνάρη να του κάνεις λίγη παρέα θα ολοκληρώσει την γοητεία της στιγμής. Να τον συντροφεύσεις και αυτός να σε φιλέψει ένα ποτήρι κρασί, λίγη μανούρα ή ξυνομυτζήθρα με κουλούρες και κανένα σύκχο. Το απόλυτο γκουρμέ.
Με τι αλήθεια μπορεί να αντικατασταθεί το συναίσθημα που σε γυροφέρνει όταν περπατάς στα καλντερίμια του Κάστρου, εκεί που νοιώθεις ότι περιδιαβαίνεις μια πόλη νάνων. Με τα μικρά πορτάκια και παράθυρα των σπιτιών, τις λόντζιες, τις περίεργες σκάλες. Εκεί που περιμένεις να σκάσει μύτη από την πύλη του κάστρου ένα τσούρμο από κουρσάρους και εσύ να ψάχνεις τρόπο να υπερασπίσεις το μέρος που τόσο αγαπάς.
Πώς να εξηγήσω σε κάποιον που ήταν απών, την τρέλα μας σαν πιτσιρίκια που καθόμαστε με τις ώρες στην Σπηλιά με τα μάτια καρφωμένα στον Κάβο για να δούμε την μύτη της πλώρης του καραβιού. Να ξεχυθούμε αμέσως φωνάζοντας το «παπόρι» για να ακούσουν οι βαρκάρηδες και να ξεχυθούν με τις βάρκες με τα κουπιά μέχρι την περασιά της Αγίας Αικατερίνης να πάρουν τον λιγοστό κόσμο που ερχόταν. Τότε που η άφιξη του παπόρου αναστάτωνε όλους στο λιμάνι. Παπόρια που μας έκαναν καραβολάτρες, ο Κανάρης, ο Μιαούλης, η Ευαγγελίστρια…
Όχι σαν τα σημερινά βγαλμένα από κάποιο πρόγραμμα υπολογιστή λαμαρινόκουτα που απρόσωπα έρχονται στο λιμάνι, αδειάζουν από τα σωθικά τους τον κόσμο, τα αυτοκίνητα και απρόσωπα σηκώνουν άγκυρα και φεύγουν.
Μπορώ να γράφω σελίδες και σελίδες με αναμνήσεις. Έχω γυρίσει και άλλα μέρη της Ελλάδας μας. Όμορφα και ξεχωριστά το καθένα με τα καλά του και τα κακά του. Την Σίφνο όμως δεν μπορώ να την αλλάξω με τίποτα. Έχει αφήσει βαθιά μέσα μου τα σημάδια της. Για να νεωτερίσω και λίγο μπορώ να πω ότι έχει καθορίσει το DNA μου…
Και ένα περίεργο πράγμα. Πάντα σε αυτές τις περιηγήσεις μου καταλήγω στην Παναγιά την Άμμο. Εκεί που αναπαύεται για πάντα η μάννα μου. Που πηγαίνω να ανάψω το κερί μου και να την νοιώσω κοντά μου. Εκεί που φροντίζω να πηγαίνω το σούρουπο, όπου στο λιγοστό φως των κεριών από αγνό κερί έχω την αίσθηση ότι βλέπω την μορφή της. Και που περιμένω να επιβεβαιώσει την κριτική που ασκώ τον κύριο Γιώργο. Με εκείνο το βλέμμα της που τόσο μου έχει λείψει. Το βλέμμα που ήταν το μόνο πράγμα στον κόσμο που ασκώντας μια περίεργη δύναμη επάνω μου με έκανε να σοβαρευτώ.
Αλλά τι περίεργο, πάντα την βλέπω χαμογελαστή να με κοιτάει. Ίσως να μου συγχωράει τα πάντα γιατί και εκείνη αγαπούσε την Σίφνο όσο με έκανε να την αγαπήσω και εγώ. Αυτό από μόνο του με κάνει να αναθεωρώ τους προβληματισμούς μου ότι έχω κάνει λάθη στην ζωή μου.
Γιατί όσα λάθη και αν έχω κάνει με ή χωρίς την θέληση μου, όλα σβήνουν όταν κλείνοντας τα μάτια μου προσπαθώ να ξαναζήσω τις στιγμές που έχω ζήσει σε αυτό το νησί που για εμένα πάντα θα είναι η Κυκλαδοβασίλισσα μου.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ