Είναι προφανές ότι η ανάδειξη της Γερμανίας σε πραγματική υπερδύναμη δεν συναρτάται μόνο με την σθεναρή οικονομική της κατάσταση αλλά και με την κοινωνική της κατάσταση. Η τελευταία κρίνεται με κριτήρια κοινωνικής συνοχής.
Με βάση αυτά τα κριτήρια όμως η κοινωνική συνοχή της Γερμανίας δεν θεωρείται πλέον δεδομένη, μετά την υπέρβαση του οικονομικού μοντέλου που ονομάστηκε καπιταλισμός του Ρήνου.
Ο καπιταλισμός του Ρήνου ως έννοια εισήχθη το 1991 από τον γάλλο οικονομολόγο Michael Alberrt με το βιβλίο του «Καπιταλισμός εναντίον καπιταλισμού» (εκδόσεις Γαλλαίος , ελληνική μετάφραση 1993) .
Με το όρο αυτό σηματοδοτήθηκε η λειτουργία του καπιταλισμού στη Γερμανία και σε όλη την Δυτική Ευρώπη μετά τον πόλεμο. Μιας εποχής των κοινωνικών εταίρων και της εμφανούς συμμετοχής των εργαζομένων στην καπιταλιστική παραγωγή, στο μέρισμα του πλούτου και στην διοίκηση των επιχειρήσεων (συνδοιίκηση).
Οι καπιταλιστές και οι εργαζόμενοι φαίνονταν να επιβαίνουν ήταν στην ίδια βάρκα, αφού στην εκμετάλλευση των εργαζομένων τέθηκαν σαφή όρια ενώ οι ταξικές αντιθέσεις εξομαλύνθηκαν ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες κοινωνικής ειρήνης.
Μια διαρκής πολιτική συμβάσεων και συμβιβασμών κατέτεινε προς τη συνεχή βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, την αύξηση της αγοραστικής δύναμης η οποία τόνωσε την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία πλήρους απασχόλησης.
Η ευφορία της εποχής καταγράφεται στη δήλωση του πρώην καγκελάριου Χέλμουτ Σμιτ ότι «τα κέρδη του σήμερα, είναι οι επενδύσεις του αύριο και οι θέσεις εργασίας του μέλλοντος:».
Ο Albert αντιπαραβάλει τον «καπιταλισμό του Ρήνου» ο οποίος κατά την άποψη του εκφράζεται ιδιαίτερα στην γερμανική εκδοχή του και διαθέτει κοινωνικό πρόσωπο , με το νέο-αμερικανικό ή αγγλοσαξονικό μοντέλο καπιταλιστικής οικονομίας που υλοποίησαν οι κυβερνήσεις Ronald Reagan και Margaret Thatcher, υπό επιρροή των θεωριών του νεοφιλελευθερισμού.
Κατά τον Albert ο ρηνανικός καπιταλισμός είναι δικαιότερος, αποτελεσματικότερος και λιγότερος βίαιος.
Παρόλα αυτά το αγγλοσαξονικό μοντέλο επικράτησε διότι προσέφερε υψηλότερες δυνατότητες κέρδους ενώ ταυτόχρονα επέδρασαν πολύπλοκα ψυχολογικά φαινόμενα και η προπαγάνδα των ΜΜΕ με τέτοιο τρόπο ώστε το αμερικανικό μοντέλο να φαίνεται το δυναμικότερο και ελκυστικότερο .
Με βάση την θεώρηση του οικονομολόγου, στον καπιταλισμό του Ρήνου ήλεγχαν περισσότερο οι τράπεζες και όχι η χρηματιστηριακή αγορά την οικονομική δραστηριότητα .
Επιπλέον υπήρχαν στενοί οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των τραπεζών και των επιχειρήσεων, μια πιο δίκαιη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των μετόχων και της του Managment επιχειρήσεων, κοινωνική εταιρική σχέση μεταξύ των συνδικάτων και των εργοδοτών, πιο εξειδικευμένο και πιο αξιόπιστο εργατικό δυναμικό μέσω της εναλλασσόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, μια ισχυρότερη κρατική ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας (ρύθμιση της αγοράς) και, τέλος, ιδιαίτερα στον πληθυσμό κοινές αξίες σε σχέση με μια πιο ισότιμη κοινωνία και μια συλλογική αντίληψη των κοινών συμφερόντων.
Η εξέλιξη του καπιταλισμού της Ρηνανίας βέβαια δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά προέκυψε από της ανάγκες επιβολής των ΗΠΑ.
Οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ότι για να κερδίσουν στην επικείμενη αναμέτρηση των συστημάτων έπρεπε γρήγορα να ανορθώσουν οικονομικά τη Γερμανία και την Ιαπωνία.
Ειδικότερα στην μεταπολεμική Γερμανία, ήταν διάχυτη μια ισχυρή αντι-καπιταλιστική διάθεση του πληθυσμού, λόγω της υπαιτιότητας των μεγάλων επιχειρήσεων για το ξέσπασμα του πολέμου.
Κατά συνέπεια, έπρεπε άμεσα οι συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού να βελτιωθούν για να μην υπάρχουν μαζικές μετατοπίσεις προς τις «κομμουνιστικές» ιδέες. της αντίπαλης όχθης.
Είναι λογικό άλλωστε σε περιόδους υψηλής ανεργίας, ύφεσης και μειωμένων κοινωνικών προσδοκιών, να στοχοποιούνται οι κεφαλαιούχοι και να προσελκύουν το μένος του πληθυσμού.
Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και οι συντηρητικοί χριστιανοδημοκράτες ζήτησαν τότε στο πρόγραμμα του Ahlen” (Φεβρουάριος 1947) την εθνικοποίηση των βασικών βιομηχανιών.
Με βάση την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις ανάγκες της εποχής η κερδοσκοπία του κεφαλαίου περιορίστηκε προσωρινά και εισήχθη καπιταλισμός της Ρηνανίας παρέχοντας στα εργατικά και λαϊκά στρώματα την αίσθηση ότι η φύση του καπιταλισμού είχε αλλάξει.
Μετά την παγκόσμια επικράτηση του καπιταλισμού και την παλινόρθωση του στην Ανατολική Ευρώπη, δεν υπήρχε πλέον λόγος για τη περαιτέρω διατήρηση του μοντέλου ισορροπίας που εξασφάλιζε την κοινωνική συνοχή.
Κατά συνέπεια, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 άλλαξαν ριζικά οι όροι λειτουργίας του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος.
«Οι χρηματοπιστωτικές αγορές πέρασαν τον καπιταλισμό του Ρήνου από την μηχανή του κιμά».
Η οικονομία της Γερμανίας μετασχηματίστηκε ριζικά προς τα μέσα και προς τα έξω. Τα κεφαλαιακά κέρδη έγιναν αφορολόγητα, το πεδίο εφαρμογής της επαναγοράς μετοχών επεκτάθηκε όπως και το πεδίο για ευέλικτη αποζημίωση των Manager πχ. Μέσω Bonus. Παράλληλα τροποποιήθηκαν τα δικαιώματα ψηφοφορίας των μετόχων .
Το κράτος εκποίησε τις επενδύσεις του σε μετοχές , και τα hedge funds είχαν τη δυνατότητα για πρώτη φορά να μπουν στις αγορές κεφαλαίων.
Από το 2004 και μετά η τότε κυβέρνηση Schröder με την περίφημη Agenda 2010, ώθησε γρήγορα, οριστικά και αμετάκλητα τον ρηνανικό καπιταλισμό της Γερμανίας προς τον αγγλοσαξωνικό πρότυπο καπιταλισμού.
Το μοντέλο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς ετέθη στον πάγο.
H Agenda 2010, συνδέθηκε με την ολική απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την απορύθμιση του ωραρίου εργασίας με τους εργαζόμενους να εργάζονται περισσότερες ώρες για την ίδια αμοιβή, την κατάργηση της προστασίας κατά των απολύσεων, την καθιέρωση ενός ενιαίου κατά κεφαλήν συντελεστή για τα ασφάλιστρα υγείας, και την σύμπτυξη των επιδομάτων ανεργίας και των κοινωνικών επιδομάτων (Hartz IV).
Με λίγα λόγια την κατάργηση πολλών κοινωνικών επιτευγμάτων.
Την ίδια στιγμή τα κέρδη των επιχειρήσεων εκτοξεύτηκαν στα ύψη και η αναλογία του κεφαλαίου στο ΑΕΠ έφτασε σε ανήκουστα ύψη .
Από εκεί και μετά η τάση στην Γερμανία ήταν η μείωση των μισθών.
Τα συνδικάτα αδύναμα και χωρίς κάλυψη στην πολιτική σκηνή, στα ΜΜΕ και στον πληθυσμό προσπαθούσαν μόνο να αποτρέψουν τα χειρότερα
Όπως επισημαίνει ο Robert von Heusinger, ο διακεκριμένος οικονομικός αναλυτής της εφημερίδας «Die Zeit» «η μετανάστευση της παραγωγής από την Γερμανία σε άλλες χώρες, η μόνιμη μελωδία που συνοδεύει τους αγώνες μεταξύ των εκπροσώπων του κεφαλαίου και της εργασίας ακούγονταν παντού με όμοιο τρόπο: Η εργασία στην Γερμανία θεωρείται ακριβή και ένας εργάτης στην ανατολική Ευρώπη κοστίζει μόνο το ένα πέμπτο σε σύγκριση με τον δυτικογερμνό συνάδελφο του. Με άλλα λόγια, τα κέρδη των γερμανικών επιχειρήσεων εκτιμήθηκαν ως χαμηλά από τις εταιρείες και για να διασφαλιστούν υψηλότερα κέρδη και μόνο διαχύθηκε απροκάλυπτα η απειλή μετάθεσης της παραγωγής προς την ανατολική Ευρώπη και την Ασία»,
Σήμερα λοιπόν στην μεγάλη καπιταλιστική μητρόπολη Γερμανία, ζούνε 7 εκ. άνθρωποι που κερδίζουν από 400 έως ένα ευρώ τον μήνα μέσω του HARTZ IV το οποίο υποχρεώνει στην χαμηλά εκμισθωμένη απασχόληση σε διάφορους φορείς και κατόπιν στην προσφυγή στην πρόνοια.
Εάν προσθέσουμε και τα τρία εκ, ανέργους. τότε γίνεται αντιληπτό ότι στην Μητρόπολη του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού, περίπου 10εκ.άτομα – δηλαδή το 15% του πληθυσμού-.ζουν από την πρόνοια και την κοινωνική επιδότηση.
Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι από τα 41 εκ. Γερμανών Εργαζομένων, το 45% ή τα 19 εκ. κερδίζουν έως 1600 Ευρώ μικτά, ένα 20% μέχρι 2500 Ευρώ, 21% έως 3750 Ευρώ και ένα 13% πάνω από 3750 Ευρώ. Παράλληλα το 36% των μονογονεικών οικογενειών με ένα παιδί και το 45% με δύο παιδιά έχουν ανάγκη προνοιακών επιδομάτων, ενώ από τα 41 εκ. εργαζόμενων μόνο τα 28 εκ διαθέτουν κανονική, μη επισφαλή εργασία με ασφαλιστικές και συνταξιοδοτικές εισφορές. Ανησυχητικό είναι ότι η θέσεις πλήρους απασχόλησης μειώνονται συνεχώς, και η ημιαπασχόληση αυξάνεται…
Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει ξαφνικά πολύ λιγότερα χρήματα στη διάθεσή μου και αναγκάζεται να ζητήσει κρατική βοήθεια. Τα μωσαϊκό της οικονομικής ανέχειας στην Γερμανία διαφαίνεται ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψη το φαινόμενο της «ενεργειακή φτώχεια» ένας νέος όρος που αναδύθηκε στην Γερμανία με 600.000 Πελάτες –Νοικοκυριά, στα οποία έχει διακοπεί η ηλεκτροδότηση λόγω αδυναμίας πληρωμής. Ακόμη, υ 8% των νοικοκυριών αδυνατούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας.
Ενώ λοιπόν η κυβέρνηση Μέρκελ επαίρεται ότι έχει μειώσει δραστικά την ανεργία, στην πραγματικότητα η ύφεση αρχίζει να δείχνει τα δόντια της και στην Γερμανία , κάτι που περιορίζει σταδιακά την ενίσχυση της απασχόλησης.
Η αβεβαιότητα που προκαλεί η οικονομική συγκυρία αναγκάζει πολλές γερμανικές επιχειρήσεις να «παγώσουν» τα σχέδια νέων προσλήψεων, ενώ παράλληλα μειώθηκε ο αριθμός των ακάλυπτων θέσεων εργασίας.
Σε συνδυασμό με την συνεχώς διογκούμενη ημιαπασχόληση, και την διόγκωση της εξάρτησης από τα προγράμματα πρόνοιας η εικόνα που προδιαγράφεται στην Γερμανία δείχνει μάλλον μια κοινωνία των 3/5 στην οποία τα 2/5 δεν μπορούν πλέον να ακολουθήσουν την τάση του γερμανικού πολιτικοοικονομικού ηγεμονισμού.
Το έλλειμμα κοινωνικής συνοχής που επεκτείνεται στην γερμανική κοινωνία ανάγεται προφανές στο «σύνδρομο της ανταγωνιστικότητας» που διακατέχει την γερμανική οικονομική ελίτ.
Ο στόχος της κατάκτησης της κινεζικής αγοράς και η ανταπόκριση στα νέα δεδομένα ανταγωνιστικότητας που ανακύπτουν με την απογείωση ποικίλων ανερχόμενων οικονομιών ( ΒRIC: Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία , Κίνα νέες αναδυόμενες οικονομίες Τουρκία, Μεξικό, Ινδονησία, Μαλαισία, Περού, Κολομβία, Βενεζουέλα, Βιετνάμ κα[viii]} αυξάνει τις πιέσεις προς την ίδια την Γερμανία να κινεζοποιηθεί εσωτερικά και να κινζοποιήσει εσωτερικά την Ευρώπη.
Η διάσπαση όμως της ίδιας της Γερμανίας και στην συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης σε ζώνες, φτώχειας και ανεργίας αφενός και σε ζώνες ημιπολιτελούς και πολυτελούς διαβίωσης αφετέρου θα είναι δύσκολο να νομιμοποιηθεί ακόμα και με την επίκληση των προκλήσεων του παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Δεν μπορεί καμία περιοχή της Ευρώπης να ανταγωνιστεί το εργατικό κόστος της Κίνας. Ούτε είναι δυνατόν να αποδιαρθρωθεί κατά το δοκούν το κοινωνικό κράτος σε μια περιοχή που τροφοδοτείται από τον πολιτισμό του διαφωτισμού.
H Γερμανία επιζητά την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα, «αλλά χωρίς τα εργαλεία τα οποία, λόγου χάρη, οι Αμερικανοί διαθέτουν και χρησιμοποιούν, δηλαδή χωρίς δυνατότητες άσκησης επεκτατικής νομισματικής πολιτικής. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, το «κόστος της ανταγωνιστικότητας» μεταφέρεται ολόκληρο στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Πρόκειται, δηλαδή, για το πρότυπο της Κίνας».
Εάν η Γερμανία αποδεχτεί ότι το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο δεν έχει κανένα μέλλον, αναπόφευκτα, το κόστος αυτής της πολιτικής θα μεταφερθεί στην ίδια τη Γερμανία, δημιουργώντας μια καθημαγμένη κοινωνία που δεν πρόκειται να παρακολουθήσει αν μη τι άλλο να συναινέσει στις βλέψεις γερμανικής ηγεμονίας.