Οι μέρες των Παθών και της Αναστάσεως βρίσκουν στον χώρο της Εκκλησίας, συναγμένους κάτω από τον Σταυρό, διάφορες «φυλές» ανθρώπων.
Υφίστανται τρεις κατηγορίες εκκλησιαζομένων την Μεγαλοβδομάδα: όσοι συμμετέχουν σε όλην την «αργόσυρτη διάρκεια» της μεγάλης Τεσσαρακοστής στο συγκεκριμένο εκκλησιαστικό σώμα στο οποίο κοινωνούν την ζωή τους, στην εκκλησιαστική κοινότητα-ενορία τους: βρίσκονται εκεί, διότι δεν θα μπορούσαν ούτε να αναπνεύσουν αν την ίδια ώρα βρίσκονταν οπουδήποτε αλλού. Όσοι συμμετέχουν σε ένα σημαντικό κομμάτι των ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας, σε μια όμορφη εκκλησία του τόπου κατοικίας τους ή των τυχόν διακοπών τους. Και όσοι προσέρχονται για βραχύ χρονικό διάστημα, από εικοσάλεπτο μέχρι πεντάλεπτο, στην βραδιά της Αναστάσεως.
Επίσης υφίστανται τρεις κατηγορίες σχετικά με το πώς επεξηγεί κανείς την μεγαλοβδομαδιάτικη μετοχή του, κατηγορίες ουδόλως αντίστοιχες με τις προηγούμενες: κάποιοι βεβαιώνουν πως πιστεύουν, πως μετέχουν για να διαπιστώσουν αν και πως «πατείται ο θάνατος θανάτω». Κάποιοι αναπτύσσουν «ιδιωτικές θεολογίες»: στα πλαίσια της ανάγκης να συμβιβαστεί το «αίτημα του ορθολογισμού» με την αιτιολόγηση της επιλογής τους να μετάσχουν, προβάλουν διάφορα σχήματα πεποιθήσεων κομμένων και ραμμένων σε μέτρα ατομικά: «πιστεύω σε ένα ανώτατο ον, κοινό για όλες τις θρησκείες, δεν πιστεύω στο χ ή στο ψ» και λοιπά – στην ανάγκη να τονιστεί η μοναδικότητα των πεποιθήσεων του καθενός (μην και τον χαρακτηρίσουν «του συρμού») επιστρατεύονται άλλοτε φαινομενικά ευφυή σχήματα και άλλοτε αφόρητες κοινοτοπίες. Άλλοι το ξεκαθαρίζουν: δεν πιστεύω σε τίποτα απ’ όλα αυτά, έρχομαι για λόγους παραδόσεως ή χαβαλέ.
Σε μια εποχή αρκούντως μπερδεμένη, όπου όλοι υποστηρίζουν περίπου τα πάντα, οι απόψεις αλλάζουν εντός πενθημέρου και, συνεπικουρούντος του διαδικτύου, έχει επέλθει ένας έντονος πληθωρισμός της λογιωσύνης, το πραγματικά σημαντικό τείνει να είναι το πρώτο: το αν κάποιος μετέχει ή δεν μετέχει. Το με ποιά επιφανειακά λόγια θα επιλέξει να το περιτυλίξει έρχεται ίσως σε δεύτερη μέρα, αφού πρωτεύει αυτό που ζει και βιώνει – την ώρα που οι «πεποιθήσεις» αλλάζουν σαν τα πουκάμισα και η εκκλησιαστική πίστη γίνεται ενίοτε μία ακόμα ιδεολογία. Πόσω δε μάλλον όταν κάποιοι ομνύουν στην πίστη τους, αλλά απουσιάζουν εκούσια, αδιαφορώντας, από τον λαό που κηδεύει τον Θεό του και μετά μαρτυρεί την Ανάστασή του, τραγουδώντας με φωνή που σκίζει την νύχτα: «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος». «Ἀνέστη, καὶ ζωὴ πολιτεύεται».
Όμως το μπέρδεμα της σύγχρονης Βαβέλ έχει και μια πραγματικά θανατηφόρο συνέπεια, την σχετικοποίηση των πάντων: δεν διστάζουμε να αναπαράγουμε λογόρροιες για την Ανάσταση, όπως ότι «μας χαρίζει αισιοδοξία», «είναι η γιορτή της αγάπης» (όπου με το «αγάπη» εννοούνται αόριστα ευφραντικά συναισθήματα), «συμβολίζει την ανάσταση της φύσης, την άνοιξη». Όμως η Γιορτή δεν… εννοεί κάτι άλλο, εννοεί ακριβώς αυτό που δηλώνει: μαρτυρεί την Ανάσταση Θεού ενανθρωπήσαντος.
Δεν είναι η «υπερφυσική» ανάσταση κάποιου νεκρού το ψωμί της υπόθεσης: στα Ευαγγέλια μαρτυρούνται διάφορες αναστάσεις, όπως του Λαζάρου – αλλά και μαζικές: τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθησαν, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς (κατά Ματθαίον 27:52-53). Στην περίπτωση όμως του Χριστού μαρτυρείται η έξοδος του ιδίου (και συγκεκριμένα του ίδιου του Θεού, «καὶ ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο») από την κατάσταση του θανάτου, η πρωτοπρόσωπη νίκη του επί του θανάτου. Για εμάς αυτή η μαρτυρία δεν διανοίγει ενδεχόμενα πλατωνίζουσας «αθανασίας της ψυχής», «μετέπειτα ζωής» σε κάποιον τόπο «παραδείσου» ή «κολάσεως» όπως γελοιογραφικά τα καταλαβαίνουμε αυτά σήμερα. Η επαγγελία του Χριστού και της Εκκλησίας είναι η ανάσταση των σωμάτων σε «καινὴν γῆν καὶ καινοὺς οὐρανούς» – όπως σε ξέρω και με ξέρεις, «με τα ίδια ονόματα κι άρτια τα σώματα» όπως ψάλλει ο υμνογράφος Διονύσης Σαββόπουλος, ούτε ως άυλες «ψυχές» ούτε ως «μετενσαρκώσεις». Με σώμα νέο, όχι όμως ξένο: το ίδιο που γνωρίζουμε, μα ανακαινισμένο σε αφθαρσία, όπως το σώμα του Χριστού μετά την Ανάσταση, οπότε και κατέλυσε τροφή μπροστά στους μαθητές για να υπογραμμίσει την σωματικότητά του. Για την εκκλησιαστική μαρτυρία, το πρόσωπο το ασκημένο κατά την διάρκεια της ζωής του στον τριαδικό τρόπο υπάρξεως θα προσλάβει αυτόν τον νέο τρόπο της αφθαρσίας και της αγάπης ως παραδείσια δόξα και κοινωνία με τους ηγαπημένους, μα για όσους απέκρουσαν κατά την ζωή τους τον τρόπο της αγάπης και της κοινωνίας εγκλειόμενοι στην ατομικότητα, στον τρόπο της φθοράς και του θανάτου, ο αγαπητικός αυτός εναγκαλισμός δεν μπορεί παρά να βιωθεί ως μαρτύριο, πραγματικός κολασμός.
Το αν όλα αυτά έχουν ψήγμα ρεαλισμού ή είναι απλώς ένα «όπιο του λαού» δεν θα ανατμηθεί με εκατέρωθεν θεωρητικά αεροκοπανήματα, μα θα ψηλαφηθεί στην εκκλησιαστική κοινότητα, στην μετοχή σε σώμα εκκλησίας, όπου μπορεί κανείς να αναμετρηθεί βιωματικά με το ερώτημα. Στην βραδιά που μετά την κραυγή «Χριστὸς Ἀνέστη!» και την φυγή των τουριστικών πληθυσμών, ο λαός θα λειτουργήσει (λαού το έργον) μέχρι τις δυόμιση τα ξημερώματα, ίσως δίδοντας μια πρόγευση Βασιλείας για όσους ξέρουν να γεύονται. «Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος. Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ἅδην ὁ κατελθών εἰς τόν ἅδην. Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκός αὐτοῦ. Καί τοῦτο προλαβών Ἠσαϊας ἐβόησεν˙ ὁ ἅδης φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω.Ἐπικράνθη˙ καί γάρ κατηργήθη.Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη.Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη.Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθηρέθη.Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐδεσμεύθη.Ἔλαβε σῶμα καί Θεῶ περιέτυχεν.Ἔλαβε γῆν καί συνήντησεν οὐρανῶ.Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καί πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε.Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;Ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος;Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι.Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες.Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι.Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται.Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος.Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο». Οι γευσάμενοι καταβάλλονται από μια μυστήρια μανία: για δεκάδες ημέρες δεν μπορούν, μόλις συναντήσουν κάποιον, να πουν τίποτε άλλο πριν ξεχειλίσει η χαρά από μέσα τους: «Χριστὸς Ἀνέστη!» – κι αν το ακούν, να το βεβαιώσουν: «Ἀληθῶς Ἀνέστη ὁ Κύριος!».
Αν η πρόγευση αυτή προκύπτει από μετοχή σε σώμα και κοινότητα, αν η πραγμάτωση του εκκλησιαστικού σώματος ως τέτοιου την φανερώνει, μένει ανοιχτό ένα ερώτημα: τί αξία έχει η λεγόμενη σήμερα «κατάνυξη», αν είναι ατομική και ατομοκεντρική, όπως δηλαδή την εννοούμε σήμερα, ως συναισθηματολογία; Ακούμε ότι ο τάδε πήγε σε ένα όμορφο και «γραφικό» εκκλησάκι, είδε την ακολουθία που τέλεσε μια εκκλησιαστική κοινότητα την οποία δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ του και λίγο τα καντήλια, λίγο η ψαλμωδία, ένιωσε «κατάνυξη»: μια συγκίνηση, ένα ατομικό αίσθημα θρησκευτικής μεταρσίωσης, μια trance, ολίγον από μιαν ecstasy. Ο τάδε ψάλτης ήταν καλός, ο δείνα παπάς ιεροπρεπής, ένιωσα «κατάνυξη», ευφραντική κατανάλωση της στιγμής, όπως συγκινείσαι σε ένα θεατρικό έργο ή σηκώνεται η τρίχα σου σε ένα κινηματογραφικό θρίλλερ. Πόση σχέση έχει όμως αυτό με τα τελούμενα, είναι μια πληρέστερη συμμετοχή σε αυτά ή ένας ατομικός «μεταρσιωτικός» εγκλεισμός έξω από αυτά; «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος» (β΄ πληθυντικός!), ή ένιωσα το τάδε, αισθάνθηκα το δείνα; Μαρτυρούμε την έκπτωση της μετοχής στην παρακολούθηση ενός φολκλόρ: το παντελώς ανεξήγητο όμως είναι η πεντάλεπτη μετοχή σε Ανάσταση, τρία λεπτά πριν το Χριστός Ανέστη και δύο λεπτά μετά, ανάμεσα σε στρακαστρούκες. Χωρίς κριτική διάθεση προσπαθώ χρόνια τώρα να καταλάβω: τί νόημα έχει; Μετοχή express; Φολκλόρ πεντάλεπτο; Χαβαλές; Υποχρέωση που αν δεν τηρηθεί θα ενσκήψουν τύψεις, άρα διεκπεραιώνουμε; Και τί γιορτάζουν, όσοι δεν μετέχουν, την επόμενη μέρα; Ημέρα-επέτειο των ατομικών ιδεολογικοθρησκευτικών πεποιθήσεων που έχουν αποδεχθεί, οι ίδιοι ή έστω οι συγγενείς τους; Αργία από την εργασία; Ευκαιρία για συντονισμένη ανηλεή κρεοφαγία χωρίς νόημα ή προτέρα στέρησή της; Αν η Ανάσταση δεν είναι για κάποιον τίποτα παρά μόνο ένα παραμυθάκι για αφελείς, γιατί δέχεται να «γιορτάσει» και τί ακριβώς;
Κι όμως: ακόμα και η πεντάλεπτη μετοχή σε Ανάσταση συνιστά ίσως, για κάποιους έστω, έναν οσοδήποτε μικρό εγκεντρισμό, συχνά ανεπαίσθητο και ακούσιο, στο εκκλησιαστικό σώμα που την μαρτυρεί τραγουδώντας. Ενιαύσια κατάφαση κοινής μήτρας ελπίδας: ναι, με όσα λόγια κι αν την αρνηθώ στις συζητήσεις μου, με όση αδιαφορία και αμεθεξία κι αν την καταπνίξω, είμαι εκεί την κρίσιμη στιγμή για να συμμαρτυρήσω ότι «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος». Κι ας έρχομαι και στο «παραπέντε», στην ενδεκάτη ώρα, έχει και για μένα ο Θεός: «Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἐνδεκάτην, μή φοβηθῆ τήν βραδύτητα˙ φιλότιμος γάρ ὤν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον˙ ἀναπαύει τόν τῆς ἐνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης˙ καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται˙ καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται˙ καί τήν πρᾶξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ. Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ὑμῶν˙ καί πρῶτοι καί δεύτεροι τόν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καί πένητες μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε˙ ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι τήν ἡμέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως˙ πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα˙ συγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος».
Καλή Ανάσταση!
δημοσιεύθηκε στο antinews.gr