Ο ψυχρός πόλεμος ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Πριν από επτά μήνες περίπου πριν, από τις 25 Νοεμβρίου του 1973, στην Ελλάδα υπήρχε η Χούντα Β’ του Ιωαννίδη, η οποία με τη σειρά της είχε ανακηρύξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Φαίδωνα Γκιζίκη και είχε επιβάλει τη κυβέρνηση Α. Ανδρουτσόπουλου. Ο Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Σπ. Τετενές, παραιτήθηκε την 1 Ιουλίου 1974, τον διαδέχθηκε ο Κ. Κυπραίος. Πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν ο Μπουλέντ Ετζεβίτ και υπουργός Εξωτερικών ο Τουράν Γκιουνές που τον αντικαθιστούσε ο τότε υπουργός Αμύνης Χασάν Ισίκ. Πρωθυπουργός της Αγγλίας ήταν ο Χάρολντ Ουίλσον και υπουργός Εξωτερικών ο Τζέιμς Κάλαχαν. Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Ρίτσαρντ Νίξον και υπουργός Εξωτερικών ο Χένρυ Κίσινγκερ με βοηθό του τον υφυπουργό Εξωτερικών Tζόσεφ Σίσκο. Πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα ήταν ο Χένρυ Τάσκα και της Κύπρου ο Ν. Κρανιδιώτης, της δε Ελλάδας στην Άγκυρα ο Δ. Κοσμαδόπουλος και στη Λευκωσία ο Ευστ. Λαγάκος. Τέλος Γ.Γ. του ΟΗΕ ήταν ο Κουρτ Βαλντχάιμ ο οποίος ένα μήνα πριν, (2 Ιουνίου), κατά τη μετάβασή του από ΗΠΑ προς Βηρυτό, στάθμευσε στην Αθήνα.
Την Εθνοφρουρά της Κύπρου στελέχωναν και περίπου 650 Έλληνες αξιωματικοί εκτός της ΕΛΔΥΚ. Ο Μακάριος στα τέλη Ιουνίου αποφάσισε να έλθει σε μετωπική σύγκρουση με την Ελληνική χούντα και να θέσει τη Κυπριακή Εθνική Φρουρα κάτω από τον έλεγχο του. Για αυτό το θέμα έστειλε επιστολή προς τον στρατηγό Φ. Γκιζίκη με ημερομηνία 2 Ιουλίου 1974 και που του επιδόθηκε από τον τότε πρέσβη της Κύπρου στην Ελλάδα δύο ημέρες μετά[1]. Τότε παραιτήθηκε ο υπεύθυνος κυπριακών υποθέσεων Ι. Τζούνης και ο υπουργός εξωτερικών. Επίσης αντίγραφο αυτού του μηνύματος επιδόθηκε στον Κ. Καραμανλή στο Παρίσι καθώς και στον μέχρι πρότινος Βασιλέα Κωνσταντίνο στο Λονδίνο. Οι επιδόσεις αυτών είχαν γίνει ιδιοχείρως από τον τότε έμπιστο γραμματέα του Μακαρίου Χάρη Βωβίδη, (όπου μετέπειτα ανέλαβε γραμματεύς του Σπ. Κυπριανού), όπως ο ίδιος εκμυστηρεύτηκε αργότερα σε κυπριακή εφημερίδα.
Ο τότε εκδότης Σάββας Κωνσταντόπουλος μετέβη μία εβδομάδα πριν το πραξικόπημα στη Κύπρο υπό την έγκριση των Γκιζίκη και Ανδρουτσόπουλου, ο ίδιος ήταν προσωπικά γνώριμος με τον Μακάριο. Σύμφωνα με κάποιες πηγές ο Κωνσταντόπουλος πήγε στην Κύπρο, για να αλλάξει τη γνώμη της κυπριακής κυβέρνησης σχετικά με το θέμα των αποχωρήσεων, γιατί οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επιδεινώνονταν στις συνομιλίες που γίνονταν στην Οττάβα, (στα πλαίσια της εκεί τότε Διάσκεψης του ΝΑΤΟ, όπου είχαν μια τελευταία συνάντηση οι Τετενές και Γκιουνές). Ο Κωνσταντόπουλος είπε να φύγουν μόνο οι Έλληνες αξιωματικοί που δεν υπακούν την κυβέρνηση. Ο Μακάριος συμφώνησε και στην επόμενη συνάντηση παρέδωσε ένα κατάλογο 11 ονομάτων ανεπιθύμητων Ελλήνων αξιωματικών. Ωστόσο, συμφωνία αυτή δεν έγινε δεκτή από την Ελλάδα στις 13-7, ενώ σύμφωνα με κάποιες πηγές το πραξικόπημα είχε ήδη δρομολογηθεί.
Διοργανωτές
Ο Ιωαννίδης έκανε σχέδια ανατροπής του Μακαρίου από την Άνοιξη του 1974 αλλά η τελική απόφαση του πάρθηκε στις 2 Ιουλίου όταν έγινε φανερό ότι ο Μακάριος θα μείωνε στο μισό τον αριθμό των στρατιωτών της Εθνικής Φρουράς (απόφαση της Κυπριακής κυβέρνησης τη 1η Ιουλίου) μέχρι τις 20 Ιουλίου. Για τον εθνικιστή Ταξίαρχο η απώλεια του στρατιωτικού ελέγχου της Κύπρου από την Ελλάδα ήταν αδιανόητη καθ΄ην στιγμή η Τουρκία άρχισε να εντείνει την πίεση στο Αιγαίο. Επίσης ο Ιωαννίδης ανησυχούσε ότι ο Μακάριος θα ηγείτο του αντιχουντικού αγώνα με βάση την Κύπρο.
Σχέδιο επιχείρησης
Σύμφωνα με το σχέδιο όπως αυτό είχε καταρτισθεί προέβλεπε σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα, την ταχύτατη προσβολή του προεδρικού μεγάρου από δύο δυνάμεις τεθωρακισμένων, 600 συνολικά ανδρών, που θα έφθαναν και θα ενεργούσαν από δύο διαφορετικά σημεία αφού προηγουμένως είχαν εξουδετερώσει προσκείμενες στον Μακάριο δυνάμεις, όπως την προεδρική φρουρά και ένα ειδικό αστυνομικό σώμα. Αμέσως μετά την επιδιωκόμενη δολοφονία του Μακαρίου τούτο θα δηλωνόταν αμέσως δια παντός πρόσφορου επικοινωνιακού μέσου όπου και θα ξεκίναγε η διαδικασία της έκτακτης πολιτικής αντικατάστασής του, με επιβολή στρατιωτικού νόμου.
Κινήθηκαν δύο μηχανοκίνητες φάλαγγες με περίπου 40 άρματα και 20 οχήματα με αντίστοιχο στρατό για την επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού που ήταν η δολοφονία ενός ατόμου, του Προέδρου και ο κανονιοβολισμός του προεδρικού μεγάρου.
15 Ιουλίου
Εκείνη την ώρα τίποτε δεν είχε εκδηλωθεί ακόμα στην Κύπρο. Ο Μακάριος με την συνοδεία του κατέρχονταν από τη θερινή κατοικία του, στο όρος Τρόοδος, όπου είχε περάσει το Σαββατοκύριακο, και διερχόμενος κοντά από το στρατόπεδο Κοκκινοστριμυθιά που ήταν το κύριο στρατόπεδο της Εθνοφρουράς και η βάση των τεθωρακισμένων, κατευθύνθηκε στη Λευκωσία, στο Προεδρικό Μέγαρο, στο οποίο και έφθασε περί τις 08:10.
Λίγο αργότερα στις 08:15 (τοπική ώρα εκδήλωσης του πραξικοπήματος), δύο ισχυρές φάλαγγες αρμάτων εξήλθαν στο οδικό δίκτυο, η μία από το στρατόπεδο Κοκκινοστριμυθιάς, που αποτελούταν από όλα τα άρματα της Κυπριακής Εθνοφρουράς, περίπου 35 ρωσικής προέλευσης τύπου Τ-34, και με δύναμη 300 ανδρών, με κύριο σκοπό την εξουδετέρωση της Προεδρικής Φρουράς, (δύναμη 150 ανδρών), δίπλα στο Προεδρικό Μέγαρο και η δεύτερη φάλαγγα από το στρατόπεδο Καποτά (Παλλουριώτισσα) με κάποια λίγα άρματα βρετανικής προέλευσης τύπου ΜΗ και 20 οχήματα που μετέφεραν μονάδα ΛΟΚ (32 ΜΚ και ένα λόχο της 31 ΜΚ) περίπου 300 ανδρών με σκοπό την εξουδετέρωση του αστυνομικού Εφεδρικού Σώματος που έδρευε περίπου 1 χλμ. μακρύτερα του Προεδρικού Μεγάρου. Στη συνέχεια οι δύο φάλαγγες θα συνέκλιναν και περικυκλώνοντας θα πυρπολούσαν κανονιοβολώντας το Μέγαρο της Προεδρίας. Τελικά οι δυνάμεις που έλαβαν μέρος ήταν η 31η και η 33η μοίρες καταδρομών, η ύλη αρμάτων της 21ης επιλαρχίας μέσων αρμάτων και της 23ης επιλαρχίας αναγνώρισης , 2 τάγματα πεζικού από την Κερύνεια και 2 λόχοι της ΕΛΔΥΚ. Διοικητής των αρμάτων της 21ης ήταν ο επίλαρχος Κορκόντζελος, της 23ης ο αντισυνταγματάρχης Λαμπρινός, ενώ των καταδρομών ο ταγματάρχης Δαμασκηνός.
Ο Μακάριος φθάνοντας στο γραφείο του περί τις 08:15 δέχθηκε μια σχολική αντιπροσωπεία από την Αίγυπτο που τον ανέμενε. Τη στιγμή της προσφώνησης εκ μέρους του συνοδού καθηγητή από χειρογράφου, ακούστηκαν υπόκωφοι κανονιοβολισμοί. Ο Μακάριος καθησυχάζοντας τον καθηγητή τον παρότρυνε να συνεχίσει. Όταν και πάλι ακούστηκαν δυνατότεροι οι κανονιοβολισμοί που προέρχονταν από το στρατόπεδο του Εφεδρικού Σώματος, που υπερασπιζόταν ο ταγματάρχης Πανταζής και όλοι έδειχναν ανήσυχοι, ο Μακάριος επανέλαβε ατάραχος “συνέχισε παιδί μου”. Τη στιγμή όμως εκείνη εισόρμησαν στην αίθουσα υποδοχής ο υπασπιστής του Μακαρίου με τον διοικητή της Προεδρικής Φρουράς, (ανεψιό του Μακαρίου) προειδοποιώντας τον για την επίθεση και παροτρύνοντάς τον να φύγει.
Στα λίγα λεπτά που ακολούθησαν ο Μακάριος με πολιτική περιβολή και φέροντας τραγιάσκα οδηγείται από τους συνοδούς του στην πίσω έξοδο ασφαλείας του μεγάρου, που παραμένει αφύλακτη και μέσα από ένα ξεροπόταμο φθάνει σε δημόσιο δρόμο. Τα δε παιδιά κυριολεκτικά είχαν φυγαδευτεί από την κυρία είσοδο του κτιρίου.
Την κρίσιμη στιγμή εκείνη και ενώ πίσω του βάλλεται και πυρπολείται το προεδρικό μέγαρο, φθάνει απόσπασμα του Εφεδρικού που σπεύδει να προστατέψει τον Μακάριο. Τελικά αστυνομικό όχημα ακολουθώντας αγροτικούς δρόμους μεταφέρει τον Πρόεδρο με ασφάλεια σε ένα μοναστήρι, στο όρος Τρόοδος. Εκεί ο Πρόεδρος ακούει τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λευκωσίας, που ήδη είχε περιέλθει στους πραξικοπηματίες, να επαναλαμβάνει το θάνατό του.
Στις 11:00 ο ταξίαρχος Γεωργίτσης ενημερώνει τον ομόβαθμό του Ιωαννίδη στον ειδικό θάλαμο επιχειρήσεων του τότε Πανταγώνου (στην Αθήνα), που παρακολουθεί την εξέλιξη μαζί με τους αρχηγούς των Όπλων ότι η επιχείρηση τελείωσε με επιτυχία. Μία ώρα αργότερα ενημερώνεται για τη διαφυγή του Μακάριου.
Στις 13:00 ο Μακάριος ακολουθώντας άλλη διαδρομή κατήλθε από το Τρόοδος και φέροντας ράσα κατευθύνθηκε στην Πάφο, όπου και εισερχόμενος στον εκεί καθεδρικό ναό, μέσα από ένα πλήθος που παραληρούσε βλέποντάς τον, με γεμάτη πάθος φωνή αναγγέλλει προ του μικροφώνου του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού:
” Ελληνικέ Κυπριακέ λαέ! Γνώριμη είναι η φωνή που ακούεις. Γνωρίζεις ποίος σου ομιλεί. Είμαι ο Μακάριος. Είμαι εκείνος τον οποίον συ εξέλεξες διά να είναι ηγέτης σου. Δεν είμαι νεκρός, όπως η χούντα των Αθηνών και οι εδώ εκπρόσωποί της θα ήθελαν…”
Το μήνυμα αυτό αν και δεν ακούγονταν δυνατά λόγω της περιορισμένης εμβέλειας του ραδιοφωνικού σταθμού, έγινε αμέσως γνωστό από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Τελ Αβίβ που το είχε λάβει και με τον ισχυρό πομπό του άρχισε ν΄ αναμεταδίδει προς όλο τον κόσμο το φορτισμένο εκείνο μήνυμα, διακόπτοντας συνεχώς τη ροή του προγράμματός του, για να αναγγείλει ότι ο Μακάριος ζει.
Στις 15:00 οι πραξικοπηματίες στη Κύπρο, μη έχοντας πιθανώς γνωστά τα τεκταινόμενα στη Πάφο, δεδομένου ότι είχαν διακοπεί οι τηλεφωνικές συνδέσεις, παραβλέποντας τον εκ του συντάγματος νόμιμο διάδοχο στη θέση του προέδρου που ήταν ο τότε πρόεδρος της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων Γλαύκος Κληρίδης, επιλέγουν (και συγκεκριμένα ο Συνταγματάρχης Καταδρομών Κομπόκης, αφού προηγουμένως αποτάνθηκε μάταια σε κάποια άλλα πρόσωπα) τον δημοσιογράφο και βουλευτή τότε Νικόλαο Σαμψών. Λίγη ώρα μετά, ο Ν. Σαμψών ορκίζεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου, εκφωνεί και το διάγγελμα επί την ανάληψη των καθηκόντων του κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο, χωρίς όμως να προβεί σε διάλυση της Βουλής, ή σε δίωξη πολιτικών προσώπων. Στη θέση αυτή θα παραμείνει για οκτώ ημέρες. Στη τελετή ορκωμοσίας του χοροστάτησε ο καθαιρεθείς πριν ένα χρόνο, επίσκοπος Γεννάδιος (πρώην Πάφου), ο οποίος και ορίστηκε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Σημειώνεται ότι ο επίσκοπος Γεννάδιος μαζί με τους επισκόπους Ανθέμιο, (πρώην Κιτίου) και Κυπριανό, (πρώην Κερύνειας), είχαν προκαλέσει Συνοδικό πραξικόπημα το 1973, τους οποίους στη συνέχεια καθαίρεσε ο Μακάριος προκαλώντας Μείζονα Σύνοδο, στην οποία αν και προσκλήθηκαν η Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν παρευρέθησαν.
Το ίδιο απόγευμα φαινόταν ότι το πραξικόπημα είχε τελικά επικρατήσει με απολογισμό 91 νεκρούς και 250 τραυματίες.
16 Ιουλίου
Η επόμενη ημέρα, της εκδήλωσης του πραξικοπήματος στη Κύπρο, στελέχη της Αθήνας ενημερώνονταν τακτικά για τα τεκταινόμενα στην Κύπρο.
Τα τουρκικά και τουρκοκυπριακά μέσα ενημέρωσης μεταδίδουν τις ανησυχίες του πρωθυπουργού της Τουρκίας Μ. Ετζεβίτ και του αρχηγού των Τουρκοκυπρίων Ρ. Ντενκτάς για τη φύση και τις διαθέσεις του πραξικοπήματος σχετικά με την ένωση με την Ελλάδα ή το διωγμό των Τουρκοκυπρίων.
Στις 15:00 οι πραξικοπηματίες έχουν περικυκλώσει την Πάφο ενώ το κυπριακό περιπολικό σκάφος “ΛΕΒΕΝΤΗΣ” βάλλει και αυτό από τον λιμένα κατά της Μητρόπολης. Ο Μακάριος μία ώρα πριν είχε μεταφερθεί με ελικόπτερο από την παρακείμενη φιλανδική βάση του ΟΗΕ στην αγγλική βάση Κύπρου και από εκεί με αεροπλάνο κατευθυνόταν προς τη Μάλτα. Λίγη ώρα αργότερα ο Γεωργίτσης ενημερώνει την Αθήνα για την διαφυγή στο εξωτερικό.
Οι έλληνες διπλωμάτες περίμεναν ενημέρωση από την Ελλάδα. Τα μεσάνυχτα φθάνει τηλετυπικά η πρώτη ανακοίνωση των Αθηνών και πιθανότερα προς όλες τις ελληνικές πρεσβείες:
“Αι πρόσφαται εξελίξεις εν Κύπρω αποτελούν εσωτερικήν υπόθεσιν….. Η πολιτική της Ελλάδος επί του Κυπριακού παραμένει αμετάβλητος, συνισταμένη εις την διαφύλαξιν και εξασφάλισιν της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητος και του ενιαίου της Κυπριακής Δημοκρατίας.”
Παράλληλα τις νυκτερινές ώρες έφθασε στο Λονδίνο, αεροπορικώς μέσω Μάλτας, ο Μακάριος όπου και συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό Γουΐλσον. Το ίδιο δε απόγευμα ο Άγγλος υπουργός Εξωτερικών Τζέιμς Κάλλαχαν δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η Αγγλία δεν πρόκειται να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο.
Στην αντιπέρα όχθη, με κάποιες ώρες διαφορά συνέρχεται το πρώτο έκτακτο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας, Οσμάν Ολτσάι ένας από τους ικανότερους διπλωμάτες (κατά διαπίστωση Ελλήνων ομολόγων του), αναφέρθηκε για κατάφωρη ανάμιξη ξένων παραγόντων δεχόμενος ωστόσο και αυτός την άποψη της εσωτερικής υπόθεσης. Σημειώνεται ότι στη πρώτη αυτή έκτακτη συνεδρίαση ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας βρισκόταν στην Αθήνα. Επίσης μόνιμος τότε αντιπρόσωπος της Κύπρου ήταν ο ήδη υπερήλικας Ζήνων Ροσσίδης.
17 Ιουλίου
Στο μεταξύ στο Λονδίνο πραγματοποιείται η συνάντηση Μακαρίου – Γουΐλσον. Το απόγευμα ο Μακάριος ταξιδεύει αεροπορικώς στις ΗΠΑ προκειμένου να προετοιμαστεί και να παραστεί σε επικείμενη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ κάποιες ώρες πριν αναχωρεί εσπευσμένα από την Αθήνα, για ΗΠΑ, ο μόνιμος Έλληνας αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ διπλωμάτης Κ. Παναγιωτάκος.
18 Ιουλίου
Η Ελλάδα ετοιμάζεται για ενδεχόμενη στρατιωτική παρέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο.
Στο μεταξύ περί τις 11:00 είχαν φθάσει στην Αθήνα ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο με τον υφυπουργό Εθνικής Αμύνης Έλσγουώρθ όπου συνοδευόμενοι από τον εν Αθήναις πρέσβη Χ. Τάσκα επισκέφθηκαν τον Πρωθυπουργό Α. Ανδρουτόπουλο σε κατ΄ ιδίαν συνομιλίες. Στη συνέχεια ακολούθησαν δύο συσκέψεις μία περί τις 14:00 και η δεύτερη περί τις 18:00 στην οποία και συμμετείχαν ο πρωθυπουργός Α. Ανδρουτσόπουλος, ο υπουργός Εξωτερικών Κ. Κυπραίος, ο αρχηγός Ε.Δ. στρατηγός Μπονάνος και άλλοι ανώτατοι υπηρεσιακοί παράγοντες.
Ο Σίσκο δήλωσε ότι πρέπει οπωσδήποτε να αποτραπεί πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, σύμφωνα με πηγές εξ αιτίας της συμμετοχής και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ. Σύμφωνα με κάποιες ομολογίες που έγιναν αργότερα, σε κάποιο σημείο αυτών των συνομιλιών ο ταξίαρχος Ιωαννίδης απείλησε πως αν συμβεί τουρκική απόβαση ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών είναι δεδομένος.
19 Ιουλίου
Περί τις 11:00 ο ναύαρχος Αραπάκης διατάζει τα υποβρύχια ΤΡΙΤΩΝ, ΓΛΑΥΚΟΣ και ΝΗΡΕΥΣ να πλεύσουν στις περιοχές ρόμιο-1, ρόμιο-2 και ρομιο-3 προκειμένου να βρίσκονται εγγύτερα της Κύπρου.
Στις 13:00 επιστρέφει στην Αθήνα από Άγκυρα ο Αμερικανός επιτετραμένος Σίσκο όπου και συγκαλείται αμέσως σύσκεψη με τα ίδια πρόσωπα που είχαν μετάσχει και στην προηγούμενη. Οι πληροφορίες που μετέφερε από τουρκικής πλευράς φαίνεται πως κρίθηκαν από τους μετέχοντες στη σύσκεψη αυτή μάλλον ενθαρρυντικές[5]. Αργότερα περί τις 19:00 ο στρατηγός Μπονάνος προσκαλεί στο γραφείο του όλους τους αρχηγούς και τους ανακοινώνει όλες τις πληροφορίες που είχε μεταφέρει ο Σίσκο, ο οποίος στο μεταξύ είχε ήδη αναχωρήσει και πάλι προς την Άγκυρα.
Στο λόγο του ο Μακάριος κατηγόρησε την Ελλάδα. Αρχικά, την κατηγόρησε για τη σχεδίαση και διενέργεια του πραξικοπήματος. Επιπλέον, υποστήριξε ότι φοβόταν στρατιωτική επέμβαση της Χούντας περισσότερο από την Τουρκία, ο οποίος κατά τον ίδιο επιβεβαιώθηκε. Επιπλέον, χαρακτήρισε το πραξικόπημα Εισβολή της Χούντας, το οποίο παραβιάζει τη συνθήκη Ζυρίχης-Λονδίνου, κάτι που αφορά και τους Τουρκοκύπριους. Επιπλέον, κατηγόρησε την Χούντα για διπροσωπία και υπονόμευση του ΟΗΕ.
Στις 20:00 μεταδίδεται στην τηλεόραση μια αρμάδα τουρκικών πολεμικών πλοίων κατάφορτη να αποπλέει από Μερσίνα
Στις 20:30 στη Λευκωσία, ο Αμερικανός πρέσβης αναζητά και επισκέπτεται πάλι τον Κληρίδη ζητώντας του να αντικαταστήσει τον Σαμψών.
Ώρα 21:15 τα ναυτικά ραντάρ της Κύπρου επισημαίνουν έξι στόχους σε σχηματισμό να κινούνται με κατεύθυνση από Μερσίνα προς νότο, το οποίο ήταν η αρχή του Αττίλα I. Λίγο μετά στους παραπάνω στόχους προστίθενται άλλοι οκτώ. Από την αποτύπωση της πορείας τους φέρονται να κατευθύνονται στη κυπριακή περιοχή Κορμακίτη, δυτικά της Κερύνειας. Ο Έλληνας ναυτικός διοικητής Κύπρου, αντιπλοίαρχος Γ. Παπαγιάννης ενημερώνει άμεσα τον αρχηγό της Εθνοφρουράς και εκείνος με την σειρά του καλεί επειγόντως τον αρχηγό των Ε.Δ. Ελλάδας γνωρίζοντας σχετικά, ο οποίος δεν αναγνώρισε τον επιθετικό χαρακτήρα των στόχων.
Ο Έλληνες στρατηγοί και ο Ιωαννίδης κοιμόντουσαν στα σπίτια τους όταν άρχισε η Τουρκική εισβολή τα χαράματα του Σαββάτου 20 Ιουλίου. Είχαν δώσει οδηγίες στους επόπτες στο ΓΕΕΘΑ ότι οι Τούρκοι έκαναν γυμνάσια για εκβιαστικούς λόγους και παρά τις εκκλήσεις του διοικητή της Εθνικής Φρουράς Γιωργίτση για διαταγές απόκρουσης της εισβολής οι οδηγίες ήταν για “αυτοσυγκράτηση”. Όταν ο υπασπιστής του Ιωαννίδη Ταγματάρχης Παλαίνης τον ενημέρωσε ότι “βγαίνουν οι Τούρκοι στην Κύπρο” ο αόρατος δικτάτωρας πάγωσε αφού δεν περίμενε την Τουρκική αντίδραση το Σάββατο 20 Ιουλίου μιας και ο Αμερικανός Υφυπουργός Εξωτερικών βρισκόταν στην Άγκυρα για συνομιλίες εκτόνωσης της κρίσης. Η αποτυχία του Ιωαννίδη να κερδίσει τον πόλεμο της Κύπρου σήμαινε το τέλος του καθεστώτος του αλλά και την διχοτόμηση της Κύπρου…..