“Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ’ αμοιβή πράττει το άδικο; Μια συγχορδία η ζωή όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται («Σε μπλε Ιουλίτας», Δυτικά της Λύπης)
Ο Θεός κι ο θάνατος μας διεκδικούν. Για το θάνατο είμαστε βέβαιοι. Έτσι μας λένε τα μάτια και η αίσθηση του απαρφανισμού. Για το Θεό δεν ξέρουμε. Γιατί θέλει άλλα μάτια και άλλη ιδέα για την πατρότητα.
Κι ο ίδιος ο Θεός διάλεξε το θάνατο. Όχι όμως γιατί αυτός τον διεκδίκησε. Αλλά γιατί ο Θεός, θέλοντας να μας δείξει ότι για να μας συνάξει εκ δεξιών Του, για να μας δώσει τη ζωή, ήταν αποφασισμένος να κατέλθη μέχρις Άδου ταμείων.
Είναι άδικος ο θάνατος για κάθε ύπαρξη. Και τον πληρώνουμε πανάκριβα. Του χαρίζουμε το χρόνο μας. Τις αναμνήσεις και τα όνειρά μας. Του αφήνουμε εκείνους που αγαπούμε. Και τέλος, του αφήνουμε και τον ίδιο τον εαυτό μας.
Μόνο η μουσική απομένει από το ταξίδι της ύπαρξης. Μια συγχορδία, που δείχνει ο καθένας τι ήχο διαλέγει για τη ζωή του. Κι ανάμεσα λίγος τρίτος ήχος, της χαράς. Του πανηγυριού. Των στιγμών που ο καθένας θέλει να θυμάται. Ότω τις έραται.
Μόνο που ο τρίτος ήχος είναι αυτός που φωνάζει ότι ο Θεός πρωτότοκος των νεκρών εγένετο. Και εκ κοιλίας Άδου ερύσατο ημάς.
Τελικά, αξίζει να αφεθούμε στο να μας διεκδικήσει ο Θεός…”