Τελευταία μεταξύ των κρατών – μελών της ΕΕ και καθυστερημένα υιοθέτησε η Ελλάδα το μέτρο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, του “έσχατου μέτρου προκειμένου τα άτομα να μην πέσουν κάτω από το οικονομικό όριο που θεωρείται το ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης”, συμπεραίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Με αφορμή την πιλοτική εφαρμογή του μέτρου στη χώρα μας, η επιστημονική ομάδα, παραθέτει στοιχεία που προκαλούν αίσθηση για την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα ελληνικά νοικοκυριά, καθώς προκύπτει πως 6,3 εκατομμύρια Έλληνες είναι φτωχοί ή απειλούνται από τη φτώχεια.
Με βάση την έρευνα εισοδημάτων και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών 2,5 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται κάτω από το χρηματικό όριο της σχετικής φτώχειας, με βάση το εισόδημα του μεσαίου νοικοκυριού (το 60%).
Επιπλέον, 3,8 εκατομμύρια άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας. Η Ελλάδα σύμφωνα με την Eurostat βρίσκεται στην χειρότερη θέση στην ΕΕ-28 όσον αφορά τον κίνδυνο φτώχειας.
Στα στοιχεία της έκθεσης, αναφέρεται πως κατά το Β’ τρίμηνο του 2014 το ποσοστό ανεργίας στη χώρα ήταν 26,6%, έναντι 27,8% του προηγούμενου τριμήνου και 27,3% του αντίστοιχου τριμήνου του 2013.
Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 1.280.101 ενώ πλήττει πλέον και τους αρχηγούς των νοικοκυριών, δηλαδή εργαζόμενους άνδρες στην παραγωγική ηλικία. Η ανεργία των νέων 15-24 ετών ανήλθε στο 52%, ενώ πολλά νοικοκυριά είναι χωρίς κανέναν εργαζόμενο άλλα και χωρίς πόρους.
Παράλληλα υπήρξε δραματική μείωση των αποδοχών, ενώ ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το επίπεδο του 2000.
Η έκθεση αναφέρει πως φτώχεια μπορεί να εκτιμηθεί με τη βοήθεια τριών δεικτών.
– Ο πρώτος δείκτης αναφέρεται στην σχετική φτώχεια ο οποίος μετρά το ποσοστό του πληθυσμού με εισόδημα χαμηλότερο από το 60% του διάμεσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.
Όταν το διάμεσο εισόδημα αυξάνεται ή μειώνεται τότε και το όριο της φτώχειας αυξάνεται ή μειώνεται αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, το 2013 το όριο φτώχειας ήταν 432 ευρώ το μήνα για ένα άτομο και 908 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια.
– Ο δεύτερος δείκτης αναφέρεται στο σταθερό όριο σχετικής φτώχειας, δηλαδή στο ποσοστό του πληθυσμού που είχε το 2013 εισόδημα χαμηλότερο του 60% του διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος του 2009. Το σταθερό όριο φτώχειας για το 2013 ήταν 665 ευρώ για ένα άτομο και 1.397 ευρώ για τετραμελή οικογένεια.
– Ο τρίτος δείκτης αναφέρεται στο όριο της ακραίας φτώχειας το οποίο μπορεί να καθοριστεί από το κόστος του βασικού καλαθιού αγαθών για ένα ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Ένα τέτοιο καλάθι για την Αττική (για το έτος 2013), για ένα νοικοκυριό χωρίς έξοδα στεγαστικού δανείου και ενοικίου είναι 233 ευρώ για ένα άτομο και 684 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια.
Η χώρα μας συγκαταλέγεται στην ομάδα των χωρών με τη μεγαλύτερη φτώχεια (23,1%) και προηγείται της Ισπανίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας ενώ κατέχει την τέταρτη χειρότερη θέση ως προς τον δείκτη χάσματος της φτώχειας μετά την Ισπανία, Ρουμανία και Βουλγαρία.
Σημειώνεται εξάλλου πως βάσει έρευνας του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα βρίσκεται στην τέταρτη χειρότερη θέση μεταξύ 35 χωρών με βάση τους δείκτες ευημερίας και ποιότητας ζωής, χειρότερα ακόμα και από την Τουρκία.
Η φτώχεια απειλεί ιδιαίτερα τα παιδιά (παιδική φτώχεια στο 26,5% το 2012), τα μονογονεϊκά νοικοκυριά, τα πολυμελή νοικοκυριά, τους μη οικονομικά ενεργούς και τα άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο.
Η έκθεση αναφέρει πως γενικότερα η κοινωνική πολιτική στη χώρα μας κρίνεται ανεπαρκής.
Το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας για όσους βρεθούν σε δεινή θέση, χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματικότητα.
Αναφέρεται συγκεκριμένα, πως “η ζήτηση για κοινωνική μέριμνα από την πλευρά των πολιτών είναι έντονη, ενώ η προσφορά από το κράτος χαρακτηρίζεται από αποσπασματικότητα και διοικητικές δυσλειτουργίες. Έτσι το δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας χαρακτηρίζεται από αναποτελεσματικότητα, ενώ παράλληλα δεν προβλέπεται αναπλήρωση των εισοδηματικών απωλειών από την οικονομική ύφεση στο άμεσο μέλλον”.
Προστίθεται πως “κοινωνικές ομάδες όπως, οι μακροχρόνιοι άνεργοι, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, οι εργαζόμενοι χωρίς ασφάλεια, οι οικογενειάρχες με χαμηλό εισόδημα, οι αυτοαπασχολούμενοι, οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με αναπηρία χρήζουν ειδικής μέριμνας” καθώς “πρόκειται για ομάδες που βιώνουν τη συσσώρευση χρεών, τη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, τη μείωση των εισοδημάτων και την αύξηση των φόρων”.
Διαβάστε την έκθεση EΔΩ