Χρήση των διατάξεων του αστικού κώδικα (άρθρα 380, 656,657 και 658) που αναφέρονται σε προβλήματα «ανωτέρας βίας», κάνουν πολλοί εργοδότες για να επιβάλλουν στους εργαζόμενους καθεστώς υποχρεωτικής αργίας.
Με στόχο να στερήσουν το ημερομίσθιο από τους εργαζόμενους και έτσι να μειώσουν το λειτουργικό τους κόστος, ειδικά την περίοδο που διαρκούν τα capital controls, αρκετές επιχειρήσεις ανά την επικράτεια, κάνουν χρήση αυτών των διατάξεων. Το υπουργείο Εργασίας έχει επισημάνει ότι όλες οι περιπτώσεις που εντοπίζονται μέσα από ανώνυμες ή επώνυμες καταγγελίες των εργαζομένων στο Σώμα Επιθεώρησης της Εργασίας (ΣΕΠΕ), πρόκειται να ελεγχθούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Σε κάθε περίπτωση η διαδικασία της υποχρεωτικής αργίας δεν θεσμοθείται από καμία διάταξη που να αφορά το εργατικό δίκαιο. Επίσης, δεν μπορούν να επιβάλλουν ποινή οι ελεγκτές του ΣΕΠΕ για τις περιπτώσεις εκείνες που εντοπίζουν επιχειρήσεις οι οποίες έχουν επιβάλλει καθεστώς υποχρεωτικής αργίας στους εργαζόμενούς τους. Αυτό που μπορούν να κάνουν όμως είναι να επιβάλλουν ποινές σε περίπτωση που διαπιστώνεται μη καταβολή δεδουλευμένων. Άρα, σε αυτό το ενδεχόμενο ακυρώνεται στην πράξη η επιβολή υποχρεωτικής αργίας, καθώς θεωρείται ότι καταλήγει στη μη καταβολή αποδοχών στους εργαζόμενους.
Ταυτόχρονα το υπουργείο Εργασίας έχει δεχτεί σωρεία καταγγελιών και για περιπτώσεις εργοδοτών που απροκάλυπτα ασκούσαν πιέσεις στους εργαζόμενους για να ταχθούν υπέρ του «Ναι» στο πρόσφατο δημοψήφισμα. Υπάρχουν καταγγελίες για απειλές που δέχτηκαν εργαζόμενοι, ότι σε περίπτωση που επικρατήσει το «Όχι», όπως και έγινε, θα μπει «λουκέτο» στην επιχείρηση, ή θα απολυθούν οι ίδιοι, ή θα μείνουν απλήρωτοι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΣΕΠΕ, επίσης ελέγχουν όλες τις καταγγελίες και έχουν ξεκινήσει ελέγχους για να διαπιστωθεί κατά πόσο αληθεύουν ή όχι, έτσι ώστε να επιβληθούν οι σχετικές ποινές.