Η ιστορία επαναλαμβάνεται μιας και επαναλαμβάνονται τα ανθρώπινα λάθη. Λάθη και επιλογές που οδηγούν σε εμφύλιες συρράξεις, ένοπλες συγκρούσεις, διαπλοκή συμφερόντων, κρίση οικονομική, πολιτική και κυρίως, κοινωνική.
Εν έτει 2015, οι Σύροι εγκαταλείπουν την πατρίδα τους ανά χιλιάδες προσπαθώντας να σώσουν τους ιδίους και τις οικογένειες τους. Το “αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον” έχει γίνει κλισέ. Αλλά τα κλισέ δεν σώζουν ανθρώπινες ζωές από τα θαλάσσια κύματα. Ούτε από τα πυρά.
Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, και φτάνοντας στις αρχές του 20ου αιώνα, μπορούμε να ανιχνεύσουμε μέσα από ιστορικές καταγραφές, κοινές γραμμές με το σήμερα. Ιστορίες και αφηγήσεις που αφορούν θύματα δουλεμπόρων στην απεγνωσμένη προσπάθεια τους για μια νέα τύχη, κάπου αλλού, στα ξένα.
Σήμερα είναι οι Σύροι, τότε ήταν και οι Έλληνες που έφευγαν μαζικά προς τις ΗΠΑ.
Η συστηματική και μαζική μετανάστευση στις ΗΠΑ από όλη την Ευρώπη και από την Ελλάδα, αρχίζει μετά το 1870. Σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, την δεκαετία 1871-1880 συνολικά 2.270.000 μετανάστες έφυγαν από την Ευρώπη για την Αμερική και μόνο 210 Έλληνες μεταξύ αυτών.
Την επόμενη δεκαετία 1881-1890 στους συνολικά 4.730.000 μετανάστες από την Ευρώπη μόνο 2.300 ήταν Έλληνες. Την επόμενη δεκαετία 1891-1900 έφτασαν στην Αμερική 16.000 Έλληνες. Την δεκαετία 1901-1910 έφυγαν 167.500 ενώ την δεκαετία 1911-1920 184.000 Ο συνολικός πληθυσμός των Ελλήνων στις ΗΠΑ κατά το 1920 έφτασε τους 370.000
Το 1921 ψηφίστηκε νόμος στις ΗΠΑ που περιόριζε την είσοδο μεταναστών σε συγκεκριμένες αναλογίες για κάθε χώρα, δίνοντας στην Ελλάδα αριθμό 4.890 ετησίως. Ο νόμος ίσχυσε 3 χρόνια στα οποία έφτασαν στης ΗΠΑ 41.000 Έλληνες. Ο νόμος το 1924 άλλαξε προς το χειρότερο επιτρέποντας μόνο 100 Έλληνες ετησίως.
Έτσι την πενταετία 1925-1930 ήλθαν 730 αλλά και άλλοι 7.000 ως σύζυγοι και ανήλικα τέκνα. Ο νόμος αυτός άλλαξε γρήγορα και την δεκαετία 1930-1939 ήλθαν 3.000 και άλλοι 6.000 ως σύζυγοι και άγαμα τέκνα. Κατά την διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου δεν υπήρξε μετανάστευση. Μετά το τέλος αυτού, την διετία 1947-1949 έφτασαν 4.000.
H “χρυσή δεκαετία” του μεταναστευτικού πυρετού προς τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ήταν η δεκαετία 1906-1915, όπου από την Ελλάδα μετανάστευσαν προς τις HΠΑ 250.555 άτομα, δηλαδή το 65% περίπου των Ελλήνων μεταναστών προς τις υπερπόντιες χώρες κατά την περίοδο 1881-1920.
H εμπόλεμη κατάσταση, αλλά και οι πολιτικές εκτροπές και ανωμαλίες γίνονται πρόξενοι μεγάλων πληθυσμιακών μετακινήσεων για την εποχή.
Η φωτογραφία (απεικονίζονται Έλληνες μετανάστες στην οδό Bayard του Manhattan, οι οποίοι – εν έτει 1898 – έχουν νοικιάσει από ένα στρώμα με 5 cents έκαστος) προέρχεται από το ιστολόγιο: http://thearkanproject.com:
H συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων μεταναστών είναι στα πρώτα χρόνια άνδρες, αλλά με το πέρασμα του χρόνου η αναλογία των γυναικών αυξάνεται. Από νεώτερες μελέτες, σύμφωνα με επεξεργασμένα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (EΣYE), προκύπτει ότι ενώ το 1896 στους 100 μετανάστες, 2,4 ήταν γυναίκες, το 1906 3,7 και το 1910 6,5, το 1914 η αναλογία θα φτάσει στις 12,4 γυναίκες και το 1924 στις 57,0.
Στην πλειοψηφία τους οι συμπατριώτες μας που μετανάστευαν στις υπερπόντιες χώρες, εκτός από τη σωματική ικανότητα, δε διέθεταν άλλο προσόν.
Έφταναν στον Πειραιά και αντίκριζαν για πρώτη φορά θάλασσα και βαπόρια. Ήταν αγράμματοι, λίγοι είχαν τελειώσει το Δημοτικό, στερημένοι άνθρωποι που δεν είχαν συνείδηση των δικαιωμάτων τους. Δηλαδή ήταν το κατάλληλο υλικό για εκμετάλλευση. Και βέβαια, η υποδοχή στις ΗΠΑ, θυμίζει πολύ τα νέα, “Ευρωπαϊκά ήθη και έθιμα”.
Διαβάζουμε στο “Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη. Βιβλίο πρώτο: Αμερική”, του Θανάση Βαλτινού, περί “υποδοχής στα ξένα”:
Πλεύρισε το καράβι στο λιμάνι, το λιμάνι πατωμένο, το τελωνείο απάνω στα νερά.
Φαίνεται πως η Αυστροαμερικάνα έβγαζε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του μέρος, και οι άλλες εταιρείες παραπονέθηκαν.
Έτσι η αμερικάνικη κυβέρνηση έστειλε επιτροπή να επιθεωρήσει πάλι τους ανθρώπους.
Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν έναν.
Όποιος ήταν καλός του ’δινε μια κάρτα με μπλε μολύβι κι έγραφε απάνω οράιτ, αμερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός του ’δινε σκαρτ με κόκκινο.
Καθένας που πέρναγε με μπλε πήγαινε στην επιτροπή, έδινε το χαρτί, το διάβαζαν καλά, τον έδιωχναν.
Τους άλλους τούς έβαζαν κάτω στο αμπάρι. Έφτασε η σειρά της παρέας μου, άρχισαν από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο που ήμουνα εγώ. Μου ’δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων μπλε.
Πάει, γυρίζω πίσω, λέω.
Και οι σύντροφοί μου με κοίταζαν αμίλητοι. Γυρίζω, το σκαρτ είναι γύρισμα το οράιτ όχι.
Πέρασαν όλοι από την επιτροπή, τους έδιωξαν.
Φτάνω εγώ, με παίρνουν με κατεβάζουν κάτω. Πρόλαβα φώναξα του αδερφού μου, είχε είκοσι δολάρια απάνω του. Του είπα να μου αφήσει τα μισά, θα τα χρειαζόμουν.
Κόντευε βράδυ, ο ήλιος έπεφτε.
Του λέω, αν είσαι ακόμα το πρωί εδώ, έλα να ιδωθούμε και φέρε τίποτα καλά.
Δεν ήρθε. Κι έμεινα μαζί με τους άλλους.
[…]
Την επαύριο ήρθε πάλι η επιτροπή, μας ξανακοίταξαν, μας έκριναν δεύτερη φορά σκάρτους. Σε τρεις μέρες καινούργια επιτροπή, ανώτερη. Έβαλαν μπροστά και μας εξέταζαν από την αρχή. Μας όρκισαν ότι ποτέ η κυβέρνηση δεν επιτρέπει σε αρρώστους, κλέφτες και εγκληματίες να πατήσουν αμερικάνικο έδαφος.
Τότε πήραμε απόφαση ότι μας γυρίζουν πίσω.
Κακό μού ήρθε να φτάσω στο χείλος της Αμερικής και μονάχα ως εκεί.
Μ’ έκλεισαν στο μπουντρούμι με τους εξήντα άλλους, διάφορες φυλές. Ήσαν και Εβραίοι ανάμεσά μας. Ένας απ’ αυτούς, κάθε που μας έφερναν νερό βούταγε να παίρνει πρώτος. Μια δυο, την τρίτη κάποιος είχε ένα σουγιά της φυλακής, του κόβει μια στα λαγαρά, ήρθε τούμπα.
Και για να μιλήσουμε με επίσημα στοιχεία μέσα από ιστορικές καταγραφές και ντοκουμέντα, ζητήσαμε την άδεια του Χρήστου Τσαντή να επικαλεστούμε πρόσφατη έρευνα του για το δουλεμπόριο με θύματα Έλληνες, στις αρχές του 20ου αιώνα, που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό το τί γίνεται σήμερα.
Το άρθρο του συγγραφέα Χρήστου Τσαντή, όπως δημοσιεύθηκε στο προσωπικό του ιστολόγιο
«Ομολογώ ότι μπροστά στο θέαμα των διερχόμενων (μεταναστών) Ελλήνων η συνείδησή μου εξανίσταται. Οι μετανάστες, στους οποίους κάποιοι υπόσχονται τον επίγειο παράδεισο, παύουν να θεωρούνται ανθρώπινα όντα από τη στιγμή του απόπλου του ατμόπλοιου για Μασσαλία ή για άλλα ευρωπαϊκά λιμάνια. Ο μετανάστης μεταβάλλεται σε εμπόρευμα, σε είδος. Είναι θύματα των μεγάλων ατμοπλοϊκών εταιρειών. Υποθηκεύουν ή πουλάνε ό,τι κι αν έχουν, παραδίδοντας τα πάντα στους πράκτορες αυτών των εταιρειών».
Συγκλονίζει η έκθεση του Γενικού Πρόξενου της Ελλάδας στη Μασσαλία (1901-1902), για την κατάσταση των Ελλήνων μεταναστών, που μαζί με χιλιάδες Ιταλούς, Ιρλανδούς και άλλους Ευρωπαίους γεμίζανε τα πλοία για την Αμερική.
«Όσες φορές απευθύνθηκα σε ατμοπλοϊκές εταιρείες», γράφει ο πρόξενος, «για την προστασία Ελλήνων που δεν τους επέτρεψαν να αποβιβαστούν στην Αμερική, για διάφορους λόγους, οι πράκτορες αποποιούνται την επιστροφή των χρημάτων με επιχείρημα ότι αυτοί οι δυστυχείς υπέγραψαν συμφωνητικό προς του απόπλου από τον Πειραιά.
[…] Αυτή τη στιγμή που γράφω, μπροστά στο προξενικό κατάστημα βρίσκονται περί τους 800 μετανάστες που ζητούν τη συνδρομή μου για να φύγουν στις ΗΠΑ και άλλοι για να συλληφθούν αυτοί που τους αφαίρεσαν με απάτη τα χρήματά τους. Άλλοι ζητούν την παρέμβασή μου ώστε να εισαχθούν σε φρενοκομείο της πόλης ως ψυχικά πάσχοντες από τις κακουχίες και τις στερήσεις του διάπλου».
«Πόντισον!»
Τραγική η πορεία στη ξενιτιά των ΗΠΑ για τους μετανάστες από την Ελλάδα και από τις άλλες χώρες στις αρχές του 20 αιώνα. Πολλοί ήταν αυτοί που έχαναν τα λογικά τους κατά τον εικοσαήμερο διάπλου του Ατλαντικού και άλλοι που δεν άντεχαν τις κακουχίες της ζωής μακριά από την πατρίδα. Ακόμη πιο σκληρές όμως ήταν οι σκηνές που διαδραματίζονταν με τους ανθρώπους που έχαναν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Οι ναυτικοί κανονισμοί προέβλεπαν τη ρίψη του πτώματος στη θάλασσα μέσα σε ασφαλτωμένο φέρετρο για να μη γίνει ο νεκρός τροφή για τα ψάρια. Όμως τις πιο πολλές φορές ο πλοίαρχος, προκειμένου να αποφύγει δυσάρεστες καταστάσεις από τους συγγενείς, τους συνοδούς και τους υπόλοιπους μετανάστες, διέταζε το πλήρωμα να ρίξει τους νεκρούς στη θάλασσα μέσα στη νύχτα.
«Πόντισον!» έδινε τη διαταγή ο καπετάνιος και το πτώμα κυλούσε πάνω στο σανίδι, δεμένο με ένα βαρίδι στα πόδια κι έπεφτε στον ωκεανό μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Το όνειρο του Νέου Κόσμου τελείωνε με την υπογραφή του καπετάνιου, του ιατρού του πλοίου και δύο ακόμα μαρτύρων σε μία ληξιαρχική πράξη θανάτου, ενώ τα πράγματα του νεκρού παραδίδονταν στην αρμόδια προξενική αρχή.
Ο μύθος του οικονομικού θαύματος
Όσοι κατάφερναν να φτάσουν στην ακτή, καταρρακωμένοι από τις κακουχίες, παραδίνονταν στο Αμερικανικό Γραφείο Μετανάστευσης, απ’ όπου πολλοί απορρίπτονταν και επέστρεφαν άπραγοι πίσω, αφού προηγουμένως είχαν παραδώσει το όποιο κομπόδεμά τους στους πράκτορες των ατμοπλοϊκών εταιρειών και σε άλλους εμπόρους ελπίδων.
Η ελληνική εφημερίδα της Νέας Υόρκης «Θερμοπύλες» έγραφε στις 10 Απριλίου του 1903:
«Και μαρμάρινη καρδιά να έχει κάποιος θα συντριβεί βλέποντας πολλούς Έλληνες μετανάστες να αποπέμπονται και να βρίσκονται μέσα στην απόγνωση. Πολλοί υποθηκεύσανε τα κτήματά τους στην Ελλάδα για να πληρώσουν τα εισιτήρια. Άλλοι μόλις άκουσαν ότι δεν γίνονται δεκτοί (από το Αμερικανικό Γραφείο Μετανάστευσης) αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας στη θάλασσα. Σε όλα τα πρόσωπα ήταν διακριτή η συντριβή της καρδιάς και η απόγνωση. 200 και πλέον Έλληνες μετανάστες αποπέμφθηκαν τους τελευταίους τρεις μήνες μεταξύ αυτών και γυναίκες που δεν βρέθηκαν οι διευθύνσεις των συγγενών τους στις ΗΠΑ. Τί θα απογίνουν τώρα αυτές οι γυναίκες επιστρέφοντας στη Γαλλία»;
Ποιά τύχη περίμενε όμως όσους γινόντουσαν δεκτοί;
Σωματεμπόριο παιδιών – Πλανόδιοι άνεργοι – Θύματα δουλεμπόρων
Η ελληνική εφημερίδα «Ατλαντίς» της Νέας Υόρκης καταγγέλλει, το Γενάρη του 1902, τη σωματεμπορία μικρών παιδιών από την Πελοπόννησο και από άλλες περιοχές της Ελλάδας, που στέλνονται στις ΗΠΑ και γυρνούν στους δρόμους κάνοντας ό,τι τους προστάξουν οι δουλέμποροι.
Άλλη εφημερίδα των Ελλήνων της Αμερικής, ο«Λοξίας» γράφει στις 18 Μάρτη του 1903:
«Οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική βρίσκονται σε αθλιότατη κατάσταση, ακόμη χειρότερη κι από αυτή άλλων εθνικοτήτων, όπως για παράδειγμα οι Κινέζοι. Αποβιβαζόμενος στις ΗΠΑ ο Έλληνας μετανάστης ταλαιπωρημένος από την αφόρητη οικονομική καχεξία και χωρίς να μπορεί να βρει δουλειά, δίχως να γνωρίζει τη γλώσσα, γίνεται έρμαιο στα χέρια αυτών που τον παρέσυραν στο κυνήγι του αμερικανικού χρυσού! Γίνεται δούλος.
[…] Γίνεται πλανόδιος, στερείται της αναγκαίας τροφής, κοιμάται σε υπόγεια χωρίς στοιχειώδη θέρμανση και υγιεινή, γυρνά στους δρόμους με χειράμαξες πουλώντας φρούτα, τον ξυλοφορτώνουν οι κλητήρες, παραμένει υπό αφόρητος ψύχος και υπό αφόρητη ζέστη, περιορίζει στο ελάχιστο τον νυχτερινό ύπνο, γυρίζει ρακένδυτος και ρυπαρός.
Αλληλοϋβρίζονται και συλλαμβάνονται καθημερινά. Οδηγούνται στα κρατητήρια ως παραβάτες των αστυνομικών διατάξεων. Γίνονται αντικείμενο (ρατσιστικών) επιθέσεων. Παλεύουν να εξοικονομήσουν ελάχιστα για να ζήσουν καταστρέφοντας την ίδια τους τη ζωή, αφού οι πιο πολλοί γίνονται φθισικοί».
Άλλοι Έλληνες μετανάστες βρήκαν δουλειά στα εργασιακά κάτεργα των σιδηροδρομικών σταθμών, οι οποίοι όμως για να ανταγωνιστούν τους υπόλοιπους μετανάστες εργάτες, έριξαν πολύ χαμηλά τις αμοιβές τους με συνέπεια να μην μπορούν να καλύψουν τις στοιχειώδες ανάγκες τους αλλά και να μπαίνουν στο στόχαστρο των υπόλοιπων εργαζομένων ως υπεύθυνοι για την καθίζηση της αξίας του μεροκάματου. Τα ατυχήματα που κοστίζουν τη ζωή πολλών Ελλήνων και άλλων μεταναστών, καθώς και η πτώση της τιμής του μεροκάματου οδηγούν πολλούς από αυτούς να εγκαταλείπουν τους σιδηροδρόμους.
Το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στο Σικάγο
Ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της εποχής μας δίνει η περιγραφή από ένα έγγραφο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Σικάγο στις 11 Απριλίου του 1901:
«Οι περισσότεροι νέοι μετανάστες αυτό το χρόνο ήρθαν εδώ για να βρουν δουλειά στους σιδηροδρόμους. Μέχρι σήμερα όμως λιγότεροι από 200 βρήκαν εργασία. Οι πιο πολλοί αναγκάστηκαν να δουλέψουν σε ανθρακωρυχεία, έπειτα όμως από δυστυχήματα που συνέβησαν εγκατέλειψαν την εργασία τους. Ήδη 1500 περίπου περιπλανώνται άνεργοι στους δρόμους του Σικάγο. Μεταμελημένοι για την άφιξή τους στην Αμερική, εξαντλημένοι και χωρίς να διαθέτουν πλέον καθόλου χρήματα, στερούνται τα προς το ζην».
Το Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη
Χαρακτηριστικά, για την κατάσταση που βιώναν οι Έλληνες στην Αμερική, είναι τα αποσπάσματα από τα έγγραφα που αντάλλαξαν ο Δ. ΜΠΟΤΑΣΗΣ Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη και ο υπουργός των εσωτερικών Γ. Θεοτόκης, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1901.
«Κύριε Υπουργέ, το ρεύμα των Ελλήνων μεταναστών παραμένει ισχυρό»,γράφει ο πρόξενος της Νέας Υόρκης. «Από τις επίσημες στατιστικές του Γραφείου περί των εργασιακών, της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, φαίνεται ότι αποβιβάσθηκαν στο λιμάνι της από την Ελλάδα, κατά τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1900, 1267 Έλληνες μετανάστες, ενώ στους τρεις αντίστοιχους μήνες του 1899 είχαν αποβιβασθεί 667. Με λύπη μου παρατηρώ την αύξηση αυτή των μεταναστών από την Ελλάδα.
[…] Απέχω από το να εξετάσω το ζήτημα από οικονομική άποψη ή να εκφράσω κρίσεις για το κατά πόσο ζημιώνεται η Ελλάδα από τη στέρηση τόσο πολλών εργατικών χεριών. Παρατηρώ μόνο ότι οι μετανάστες υποφέρουν τα πάνδεινα. Δεν γνωρίζουν χειρωνακτικό επάγγελμα αλλά ούτε και τη γλώσσα. Τα 9/10 των μεταναστών προέρχονται από τις αγροτικές περιοχές του Βασιλείου της Ελλάδας.
Δεν βρίσκουν μεροκάματο γιατί είναι εκτεθειμένοι στον ανταγωνισμό των Ιρλανδών, που είναι περισσότεροι και ξέρουν τη γλώσσα, οπότε δεν τους μένει άλλο επάγγελμα να κάνουν. Γίνονται πλανόδιοι πουλώντας φρούτα περιφερόμενοι στους δρόμους με χειράμαξες και υποφέρουν μύριες διώξεις και καταπιέσεις από την τοπική αστυνομία, για παρακώλυση συγκοινωνιών. Επίσης έχουν να υποστούν τον συναγωνισμό των Ιταλών που είναι περισσότεροι. Υπολογίζω ότι υπάρχουν 1500 Έλληνες πλανόδιοι στη Νέα Υόρκη.
[…] Ζουν υπό αυστηρές οικονομίες στην τροφή και την κατοικία. Τα ενοίκια είναι πολύ ακριβά κι έτσι στοιβάζονται οχτώ με δέκα άτομα σε δωμάτια γεμάτα υγρασία. Πολλοί μάλιστα γίνονται φθισικοί, ένεκα του φριχτού κλίματος της Νέας Υόρκης κατά τους χειμερινούς μήνες.
[…] Δύο ή τρεις φορές έγινε προσπάθεια να επιβληθούν περιοριστικοί όροι για τη μετανάστευση αλλά ως τώρα δεν έχουν ψηφιστεί.
[…] Η ελάχιστη σωματική βλάβη, η απλή υπόνοια ότι ο μετανάστης έφτασε προσκληθείς εκ προκαταβολής εντεύθεν, όπως εργασθεί επί πληρωμή, αρκεί για να αρνηθεί την αποβίβασή του το Γραφείο Μεταναστεύσεων και να υποχρεώσει την ατμοπλοϊκή εταιρεία να τον επαναφέρει στο λιμάνι απ’ όπου τον παρέλαβε».
Η Εγκύκλιος του ελληνικού Υπουργείο Εσωτερικών για τη μετανάστευση
Αυτά έγραφε ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη στις 17 Μαρτίου του 1901. Ένα μήνα αργότερα, στις 19 Απριλίου του 1901, του απαντούσε με έγγραφό του ο Γ. Θεοτόκης, υπουργός εσωτερικών της ελληνικής κυβέρνησης. Τα δύο έγγραφα δημοσιεύτηκαν και εστάλησαν στους Νομάρχες του κράτους.
«Προς τους κ. κ. Νομάρχες,
Σας ανακοινώνουμε δύο εκθέσεις των προξένων της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ και στο Λίβερπουλ της Αγγλίας οι οποίες περιγράφουν τις στερήσεις και τις κακουχίες τις οποίες βιώνουν οι ομοεθνείς μας, όσοι βαυκαλιζόμενοι υπό απατηλών ελπίδων και σφαλερών υπολογισμών εγκαταλείπουν το πάτριο έδαφος και μεταναστεύουν στην Αμερική αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.
Τις εκθέσεις των ανωτέρω προξένων περί της λυπηρότατης κατάστασης των μεταναστών επικυρώνουν οι πληροφορίες που έχουμε και από άλλες προξενικές αρχές της Ελλάδας, ιδίως δε του εν Σικάγο Γενικού Πρόξενου, ο οποίος ανέφερε με τηλεγράφημά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών ότι περιπλανώνται εκεί άνεργοι περί τους 1000 μετανάστες (Έλληνες) άνευ χρημάτων και σε απελπιστική κατάσταση.
Η κατάσταση αυτή των μεταναστών ελπίζουμε να πείσει όσους εγκαταλείπουν την πατρική εστία, τους οικείους και των φτωχικό αλλά έντιμο εν τη πατρίδα βίο ότι, εάν ευάριθμοι εκ των μεταναστών κατορθώνουν μετά από πολυετείς εξευτελισμούς και ταλαιπωρίες να βελτιώσουν την υλική τους κατάσταση στην Αμερική, οι περισσότεροι καταστρέφονται εκπατριζόμενοι.
Την εγκύκλιο αυτή παρακαλούμε να την αποστείλετε σε ικανά αντίτυπα στους Δημάρχους και στους Αστυνόμους της δικαιοδοσίας σας διατάσσοντας την ανάγνωσή τους στις εκκλησίες επί τρεις συνεχόμενες Κυριακές.
Αθήνα – 19 Απριλίου 1901.
Ο Υπουργός Γ. Ν. Θεοτόκης.
Κ. Α. Βαμπάς».
Μόνο από την 1Ιανουαρίου μέχρι την 30η Μαρτίου του 1903 αναχώρησαν από τον Πειραιά 9.950 μετανάστες. 10.000 Έλληνες πήραν το δρόμο της ξενιτιάς μέσα σε τρεις μόλις μήνες, σε μία περίοδο που ο συνολικός πληθυσμός της χώρας δεν ξεπερνούσε τους 2.700.000 κατοίκους.
Ας λειτουργήσουν αυτά τα κρατικά έγγραφα και τα στοιχεία ως καμπάνα υπενθύμισης για όσους ξεχνούν το παρελθόν αυτού του τόπου και την ιστορία του.
Ένας λαός που τραγούδησε: «Την ξενιτειά, τη γυμνωσιά, την πίκρα, την αγάπη… τα τέσσερα τα ζύγισα, βαρύτερα είν’ τα ξένα», μπορεί να καταλάβει τι πάει να πει προσφυγιά, τι σημαίνει μετανάστευση.
———————————————————————————————————————————–
*Ο Χρήστος Τσαντής είναι Συγγραφέας
Σπούδασε Συμβουλευτική και Ψυχολογία.
Έως σήμερα έχουν εκδοθεί 5 έργα του, δύο μυθιστορήματα, δύο νουβέλες και μία ποιητική συλλογή:
-Τσαντής, Χ. (2007), Με βάρκα το ταξίδι. Αθήνα: Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
-Τσαντής, Χ. (2008), Το πηγάδι. Αθήνα: Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
-Τσαντής, Χ. (2012), Φάρος. Πάτρα: Εκδόσεις Περί Τεχνών.
-Τσαντής, Χ. (2013) Ο μικρός πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη στο δρόμο της αναζήτησης. Αθήνα: Εκδόσεις Λυκόφως.
-Τσαντής, Χ. (2014) Κόκκινο Τριαντάφυλλο. Ποιήματα.
Το 2012 βραβεύτηκε στον 30ο διαγωνισμό της «Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών» για το διήγημα: «Γράμμα σ’ έναν φίλο που έφυγε πρώτος», στο οποίο βασίστηκε η νουβέλα «Φάρος»