Από τον δημότη κύριο Σπύρο Πολιτάκη, λάβαμε το παρακάτω σχόλιο:
ΕΣΩΣΤΡΕΦΕΙΑ , ΕΝΔΟΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΤΙΜΗΜΑ
(Αφιερωμένο σε όσους φίλους και γνωστούς στη διάρκεια της διαδρομής,
είδαν το «φως το αληθινό»).
Καθώς οδεύουμε αισίως προς τον τρίτο μήνα από τις εκλογές του Σεπτέμβρη,
παρακολουθούμε την καινούργια κυβέρνηση να εφαρμόζει σταδιακά όσα
υποσχέθηκε.
Ζούμε λοιπόν την πρωτόγνωρη εμπειρία σε μια χώρα, κάποιος να εφαρμόζει με
ευλάβεια το πρόγραμμά του, που καταστρέφει κάθε κοινωνική δομή και
συνθλίβει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, έχοντας εξασφαλίσει ασυλία, όχι λόγω περιόδου χάριτος όπως παλαιότερα, αλλά λόγω αποδοχής του από την πλειοψηφία του κοινωνικού συνόλου.
Πως αλλιώς εκτός από μαζικός αυτοχειριασμός μπορεί αυτό να χαρακτηριστεί;
Το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα απολαμβάνει την πιο υστερική του φαντασίωση. Επιβάλλει μέτρα εξαθλίωσης και εξόντωσης στο όνομα του κυρίαρχου λαού. Επειδή όμως ακόμη
και αυτή η δόση ψυχικής νάρκωσης δεν επαρκεί χρονικά για να ολοκληρωθεί η
καταστροφή, προετοιμάζεται ήδη μεθοδικά η καινούργια ομάδα σωτηρίας, από αυτούς που τώρα καταγγέλλουν σαν αντιλαϊκά, όλα όσα εφάρμοζαν μέχρι τον περασμένο Δεκέμβρη.
Αιχμή του δόρατος και πέμπτη φάλαγγα για τη χειραγώγηση, την απόλυτη τιθάσευση, και την πλήρη υποταγή στο πεπρωμένο μας, ποιος άλλος από τα ΜΜΕ.
Ποιά είναι όμως εκείνα τα χαρακτηριστικά του μέσου νεοέλληνα, που τον καθιστούν εύκολο θύμα της εκάστοτε εξουσίας, και τον ετεροκαθορίζουν σε σχέση με αξίες και ιδανικά που υπερασπίστηκε διαχρονικά ακόμη και με το αίμα του; Πώς είναι δυνατόν για παράδειγμα, το «ψωμί-παιδεία-ελευθερία» που είχε σαν προμετωπίδα του σε όλους τους αγώνες
μετά την απελευθέρωση, να ευτελίστηκε στο: «να γίνουν σεβαστές οι κόκκινες
γραμμές»; Πώς εξηγείται οι ψηφοφόροι του επίδοξου ανατροπέα Τσίπρα του Γενάρη, να κοιμούνται ήσυχοι βλέποντάς τον αγκαζέ με τον Ολαντρέου, ή γονυπετή μπροστά στη Μέρκελ; Ποιά είναι η διαφορά τους από τους αντίστοιχους του Σαμαρά του «Ζαππείου» και του «ουδείς αναμάρτητος»; Το ότι αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί, και άρα είναι εκ προοιμίου αγωνιστές, ανθρωπιστές, συνειδητοποιημένοι και ευαίσθητοι;
Ποιος είναι ο καθένας, αποδεικνύεται καθημερινά από τις πράξεις του και κυρίως από τη στάση που κρατάει απέναντι σε κάθε πρόκληση. Η πρόκληση λοιπόν που με περίσσια
χυδαιότητα και κυνισμό απευθύνθηκε στον ελληνικό λαό τον περασμένο Σεπτέμβρη: «μας πίεσαν -δε γινόταν αλλιώς- δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο», αποδείχτηκε η Λυδία
λίθος της ελληνικής κοινωνίας. Για πρώτη φορά αντί να μας τάξουν «λαγούς με πετραχήλια», μας κάλεσαν να τους ψηφίσουμε προκειμένου να εφαρμόσουν ο
καθένας καλύτερα, ένα πρόγραμμα-ολετήρα των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οποίο μάλιστα, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Σόϊμπλε, είναι αδύνατο να
ολοκληρωθεί. Ποιά ήταν η αντίδρασή μας;
Δυστυχώς, μόνο ένα μικρό κομμάτι του εκλογικού σώματος απάντησε με
αξιοπρέπεια. Οι περισσότεροι αποφάσισαν να επιλέξουν το δήμιό τους. Αν εξαιρέσουμε από αυτούς, όσους εκ φύσεως υπολείπονται σε αντιληπτικότητα, στους υπόλοιπους εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε την κοινή συνισταμένη της συμπεριφοράς τους..
Είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης απέναντι στην καταστροφή. Είναι η λογική που λέει ότι δεν πειράζει να χαθεί κόσμος, αρκεί να σωθώ εγώ. Είναι η προσπάθεια να κρατηθώ, κοντά στον προθάλαμο της εξουσίας, ξεπερνώντας κάθε ηθικό φραγμό. Έτσι ώστε, να νιώθω ασφαλής κάτω από την ομπρέλα του όποιου κομματικού μηχανισμού.
• Μπορεί μέχρι πρότινος να διεκδικούσα στους δρόμους καλύτερους όρους διαβίωσης για όλους, αλλά τώρα πια δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η προσωπική μου σωτηρία, χάρη στην μεγαλοκαρδία του προστάτη- αφεντικού.
• Μπορεί να ξεπούλησα ιδεολογίες, φίλους, αγώνες αλλά δεν είμαι ο μόνος. Το έκαναν κι άλλοι νωρίτερα,το κάνουν χρόνια τώρα οι πολιτικοί μου μέντορες.
Άλλωστε το είπαν : «δε γινόταν αλλιώς».
• Μπορεί να χρειάζεται ν’ αλλάζω πεζοδρόμιο κάθε φορά που συναντώ ένα
παλιό συναγωνιστή που παρέμεινε «γραφικός», αλλά μικρό το κακό, σίγουρα φταίει εκείνος που δεν κατάλαβε.
• Ίσως να έρθω σε δύσκολη θέση όταν τα παιδιά μου με ρωτήσουν: εσύ πως
υπερασπίστηκες το μέλλον μας όταν το ξεπουλούσανε, αλλά ξέρω από τώρα τι θ’ απαντήσω. Για εσάς το έκανα.
• Μπορεί να μην αναγνωρίζω τον ίδιο μου τον εαυτό αν κάποια στιγμή μπω σε
διαδικασία αυτοκριτικής, αλλά τώρα τα δεδομένα έχουν αλλάξει, γιατί τα μέτρα εφαρμόζονται από αυτούς που εγώ ψήφισα.
• Μπορεί όλα αυτά να μην έχουν καμία σχέση με αξίες και ιδανικά που κάποτε
υπερασπίστηκα, αλλά μπορώ αντί γι αυτά να συμμετέχω σε φιλανθρωπικούς συλλόγους και να συνεισφέρω στα κοινωνικά παντοπωλεία. Άλλωστε, αν κάποιοι σαν κι εμένα δεν είχαν
διασωθεί οικονομικά, ποιος θα βοηθούσε και τους κάθε λογής ανήμπορους;
Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η πηγή κάθε συμφοράς, ο βασικός λόγος που κρατά σε αδράνεια το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, παρά τα ολοένα και σκληρότερα μέτρα που λαμβάνονται. Είναι η σύγχρονη νόσος της κοινωνίας, που εξαπλώνεται με τη μορφή επιδημίας. Φορέας της ο φόβος. Ποιος ασκεί πολιτική φόβου και τρομοκρατίας; Μα φυσικά το κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό κατεστημένο, προς όφελός του
Πώς μπορούμε ν ’απαλλαγούμε, πώς μπορούμε ν’ αποκτήσουμε αντισώματα;
• Πρώτα και κύρια πρέπει να ενημερωθούμε κατάλληλα και να βάλουμε
τη λογική μας να δουλέψει. Μόνο η γνώση διαλύει το σκοτεινό πέπλο του
φόβου. Ας αναρωτηθούμε για παράδειγμα, είναι ποτέ δυνατό ν’ αποπληρωθεί
αυτό το τεράστιο χρέος για το οποίο υποφέρουμε τα πάνδεινα; Και σε ποιους
τελικά το χρωστάμε; Σε κάποιους κακόμοιρους λαούς που τους στερούμε τη δυνατότητα να ζήσουν καλύτερα, ή σε στυγνούς τοκογλύφους, που αν το χάσουν, απλά θα χάσουν το 1/100 της περιουσίας τους; Και γιατί άραγε αυτό το αισχρό νομοθέτημα που θεωρεί και
τον πιο μικρό ακόμη καταθέτη επενδυτή, δίνοντας το δικαίωμα στις τράπεζες να του κουρέψουν τις αποταμιεύσεις μιας ζωής, δεν ισχύει και για τους κροίσους που επένδυσαν στα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, δηλαδή τους πιστωτές της Ελλάδας;
• Δεύτερο να συνειδητοποιήσουμε ότι θα γλυτώσουμε ή όλοι μαζί, ή κανένας .
Γιατί αυτό που πραγματικά κινδυνεύουμε να χάσουμε δεν είναι το μεροκάματο, η περιουσία, τα όποια κεκτημένα. Είναι η ελευθερία, η δημοκρατία, η αυτοδιάθεσή μας σαν
άτομα και σαν κυρίαρχος λαός, είναι το μέλλον των παιδιών μας που θα φύγουν
μετανάστες, των εγγονιών μας που δε θα δούμε να γεννηθούν, είναι ολόκληρη η
χώρα.
• Τρίτο να καταλάβουμε πως την πραγματική λύση δε θα μας την
παρουσιάσουν ποτέ σαν δυνατή επιλογή .Ούτε θα την ακούσουμε από τα χείλη των
εκπροσώπων των κομμάτων εξουσίας και των αργυρώνητων δημοσιογράφων. Η λύση
είναι μια και μοναδική: μονομερής διαγραφή του συνόλου του χρέους με βάση τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, έξοδος από την ΕΕ και επιστροφή σε μια προστατευμένη
οικονομία με εθνικό νόμισμα. Και αυτό θα επαληθεύεται διαρκώς, όσο τα κάθε
λογής μνημόνια, αριστερά και δεξιά αποτυγχάνουν. Υπάρχουν δυνάμεις που
τα υπερασπίζονται όλα αυτά και που πρέπει να πλαισιωθούν και να
ενισχυθούν από όσους ακόμη μπορούν να σκεφτούν ελεύθερα και ακομμάτιστα, όσους εμφορούνται από ιδανικά και αξίες, όσους έχουν κατανοήσει ότι η σωτηρία είναι μόνο στα χέρια μας και δεν πρέπει να την αναθέσουμε σε κανένα εκκολαπτόμενο σωτήρα.
• Ν’ αντιληφθούμε τέλος , ότι αυτό που ζούμε τα τελευταία πέντε χρόνια δεν
είναι ένα φυσικό φαινόμενο, ούτε μια συνηθισμένη οικονομική κρίση από
αυτές που κατά διαστήματα ταλαιπώρησαν την ανθρωπότητα. Έχει τις ρίζα του στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, και σε ευρύτερους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, με απώτερο σκοπό να συντηρηθεί η σύγχρονη κοινωνική μάστιγα που ακούει στο όνομα χρηματοπιστωτικός τομέας. Η Ελλάδα αποτελεί απλά το πεδίο δοκιμών για την εφαρμογή μιας εξελιγμένης μορφής αποικιοκρατίας, αυτής που οι οικονομολόγοι και άλλοι κοινωνικοί
επιστήμονες ονομάζουν δουλοπαροικία χρέους. Κάθε προσπάθεια λοιπόν να
μεταθέσουμε το πρόβλημα προς το μέλλον, ή ν’ αποδεχτούμε συμβιβαστικές λύσεις για ν’
αποφύγουμε τα χειρότερα είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων.
Η μοίρα όρισε για κάποιο λόγο να είμαστε εμείς, εκείνοι που θα παίξουν τον κύριο ρόλο με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους, στη διαμόρφωση των συνθηκών που θα ορίσουν τι είδους χώρα θα παραδώσουμε στους επόμενους. Χώρα ελεύθερη, με κυριαρχικά δικαιώματα, με πολίτες που έχουν συνείδηση της αποστολής και της εθνικής τους
ταυτότητας, ή απλά μια γεωγραφική περιοχή, με κούληδες εργαζόμενους, παραιτημένους από κάθε μορφή διεκδίκησης, έρμαιο και παιγνίδι στα χέρια των ξένων μεγάλων συμφερόντων;
Θα σταθούμε άραγε στο ύψος των περιστάσεων;
Θα κλείσω με τα λόγια του μεγάλου δάσκαλου Δημήτρη Γλυνού, που πιστεύω ότι είναι πολύ περισσότερο από ποτέ επίκαιρα:
Στη μορφή του, ο σημερινός αγώνας δεν μπορεί παρά να είναι παλλαϊκός, ν’ αγκαλιάσει όλα τα στρώματα του λαού, και τον εργάτη και τον αστό και τον αγρότη και τον διανοούμενο. Και μ’ αυτή την έννοια της παλλαϊκότητας, ο αγώνας αυτός χαρακτηρίζεται σαν αγώνας εθνικός. Ο σημερινός, λοιπόν, αγώνας που βγαίνει από τα πράγματα και
την ψυχική διάθεση όλου του λαού, είναι αγώνας εθνικοαπελευθερωτικός, και μόνο αν έτσι κατανοηθεί και οργανωθεί μπορεί να φέρει το ποθητό αποτέλεσμα»..