Ο Δημήτρης Τσαφέντας γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1918 στη Μοζαμβίκη από τον Κρητικό Μιχάλη Τσαφαντάκη και την ντόπια Αμίλια Βίλιανς. Ο πατέρας του δουλεύει σαν επιστάτης σε κτήματα και η μάνα του είναι, όπως όλοι οι μαύροι, εργάτρια σε αυτά. Η μητέρα του τον παρατάει και μόλις ο πατέρας Μιχάλης βλέπει το μωρό (δεν είναι μαύρο) αποφασίζει να το αναγνωρίσει. Έτσι, το στέλνει και μεγαλώνει με τη γιαγιά του, Κατερίνα, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Από τα οκτώ του χρόνια επιστρέφει στον πατέρα του, καθώς η γιαγιά έχει γεράσει και δεν μπορεί πια να τον φροντίζει. Ο πατέρας του έχει παντρευτεί ελληνίδα, τη Μαρίκα, και έχουν μετακομίσει στην Πραιτόρια της Νότιας Αφρικής. Μέσα σε ένα αφόρητο οικογενειακό περιβάλλον ο Τσαφέντας δουλεύει ως εργάτης και βρίσκεται οργανωμένος στο κομμουνιστικό κόμμα και αυτό γιατί είναι το μόνο που δέχεται τους μιγάδες.
Μόλις ενηλικιώνεται αποφασίζει να μπαρκάρει και τα ταξίδια του θα διαρκέσουν 20 ολόκληρα χρόνια. Στην Αμερική νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρείο, έπειτα από τορπιλισμό που δέχθηκε το πολεμικό πλοίο που δούλευε. Τα ταξίδια του τον έκαναν θρύλο αλλά δεν έλυσε ποτέ το βιοποριστικό του πρόβλημα. Οι σταθμοί πολλοί- από τη Γερμανία και τον Καναδά μέχρι την Παλαιστίνη και την Τουρκία.
Στη γειτονική χώρα δούλεψε ως καθηγητής ξένων γλωσσών στην ‘Aγκυρα, αφού μιλούσε άπταιστα περισσότερες από οκτώ γλώσσες ενώ στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε για δύο χρόνια. Στην Αφρική γυρίζει στις αρχές του 1960, μετά από τον θάνατο του πατέρα του και ύστερα από πρόσκληση και βοήθεια του γαμπρού του.
Ωστόσο το απαρτχάιντ δεν τον δέχεται, γιατί είναι κολοράτος: ούτε άσπρος ούτε μαύρος. Οι σχέσεις με τους συγγενείς δεν είναι καλές ενώ ούτε η ελληνική κοινότητα δείχνει να τον αποδέχεται. Σστο Κέηπ Τάουν γνωρίζει μια οικογένεια μαύρων και τελικά όχι μόνο μένει μαζί τους αλλά ζητά να αλλάξει το χρώμα που αναγράφεται στο διαβατήριό του και να γίνει μαύρος, για να παντρευτεί την κόρη τους. Το καθεστώς όμως του απαγορεύει την όποια αλλαγή χρώματος στο διαβατήριο και απογοητεύεται.
Την ίδια περίοδο πιάνει δουλειά στην Βουλή και εκεί βάζει μπροστά το σχέδιό του- να σκοτώσει τον πρωθυπουργό της χώρας. Από ένα ελληνικό πλοίο που είναι δεμένο στο λιμάνι του Κέηπ Τάουν προμηθεύεται ένα περίστροφο το οποίο όμως αποδεικνύεται ψεύτικο.
Έτσι το σχέδιο αλλάζει και αποφασίζει να χρησιμοποιήσει μαχαίρι. Το πως βρέθηκε ένας μικτής καταγωγής σε έναν χώρο, όπου μόνο λευκοί μπορούσαν είναι ένα ερώτημα που παραμένει αναπάντητο. Στις 14:30 της 6ης Σεπτεμβρίου 1966 κατάφερε 4 μαχαιριές στον πρωθυπουργό της χώρας Φερβούντ.
Η απάντηση στον ανακριτή όταν τον ρώτησε γιατί το έκανε ήταν αποστομωτική- είπε πως έπαιρνε εντολές από ένα σκουλήκι που ζούσε μέσα στο στομάχι του. Δύο ψυχίατροί τον θεώρησαν ψυχοπαθή και ο δικαστής έκρινε πως δεν μπορεί να δικάσει ένα ζώο. Ο Τσαφέντας μεταφέρεται στις φυλακές υψίστης ασφαλείας της Πραιτόρια. Εκεί, σε ένα κελί, που χωρά ίσα ίσα ένα κρεβάτι, βασανίζεται πολλές φορές την μέρα, ενώ ακούει αλλά και βλέπει να κρεμούν θανατοποινίτες.
Μέσα στις φυλακές θα γνωρίζει έναν επίσης καταδικασμένο για τη δράση κατά του απαρτχάιντ, τον Έλληνα Αλέξη Μουμπάρη. Μαζί θα μείνουν για περίπου οκτώ μήνες. Όταν ο Μουμπάρης κάνει την περίφημη απόδραση ο Τσαφέντας παραμένει μέχρι που η κυβέρνηση Μαντέλα τον βάζει σε ψυχιατρείο.
Στο Στέρκφοντειν θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής, αν και όπως ο ίδιος έλεγε ήθελε να περάσει τα τελευταία χρόνια του στην Ιεριχώ. Λιγοστοί περνούν να τον δουν. Ακόμη πιο λίγοι, τέσσερις Έλληνες και τρεις ντόπιοι, τον συνοδεύουν στην τελευταία του κατοικία τον Οκτώβριο του 1999. Ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει τάφος, παρά μόνο μια πέτρα στο σημείο που είναι θαμμένος.