Όχι μόνο προσέλαβε τη βαφτιστήρα της και τον πατέρα της (και κουμπάρο της) στο πρακτορείο του ΠΡΟΠΟ που είχε στην Πετρούπολη με μηνιαίες αποδοχές 2.000 έως 2.500 ευρώ, αλλά για το «ευχαριστώ» της υπεξαίρεσαν δυο Λαϊκά λαχεία μόλις έμαθαν ότι οι αριθμοί τους είχαν κερδίσει 880.000 ευρώ και έσπευσαν να τα εξαργυρώσουν.
Όμως η χαρά τους δεν κράτησε πολύ, καθώς η ιδιοκτήτρια αντιλήφθηκε το κόλπο το οποίο είχαν στήσει οι άνθρωποι που ευνοήθηκαν από εκείνη και προσέφυγε στη Δικαιοσύνη.
Οι αρεοπαγίτες επικυρώνοντας εφετειακή απόφαση, υποχρέωσαν πατέρα και κόρη όχι μόνο να επιστρέψουν το ποσό των κερδών που εισέπραξαν, αλλά να καταβάλουν και τους νόμιμους τόκους υπερημερίας για όσο χρόνια ήταν στην κατοχή τους τα χρήματα.
Το έτος 1999, η ιδιοκτήτρια του πρακτορείου προσέλαβε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας τη βαφτιστήρα της και κανόνισαν να λαμβάνει μισθό το 40% επί των καθαρών εισπράξεων του πρακτορείου, που σύμφωνα με τον τζίρο της εποχής μεταφραζόταν σε 2.000 με 2.500 ευρώ μηνιαίως.
Όμως, η ιδιοκτήτρια στη συνέχεια αντιμετώπισε προβλήματα υγείας και δεν μπορούσε να είναι καθημερινά στο πρακτορείο. Έτσι προσελήφθη και ο κουμπάρος της.
Αναγκαίο είναι να διευκρινιστεί ότι σύμφωνα με τους κανόνες λειτουργίας των πρακτορείων τα λαχεία που δεν έχουν διατεθεί (πουληθεί) δεν επιστρέφονται αλλά παραμένουν στην κυριότητα του πράκτορα και κληρώνονται για λογαριασμό του.
Τότε, το πρακτορείο είχε αγοράσει 15 πεντάδες για την κλήρωση της 28ης Απριλίου 2009 του Λαϊκού λαχείου.
Το ένα εξ αυτών των λαχείων κέρδιζε 800.000 ευρώ, το δεύτερο 80.000 ευρώ και άλλα τρία από 100.000 ευρώ. Τα δυο λαχεία των 100.000 ευρώ είχαν πωληθεί σε πελάτες πριν από την ημερομηνία της κλήρωσης, το ένα των 100.000 ευρώ είχε πωληθεί λίγες ώρες πριν την ημέρα της κλήρωσης, ενώ τα άλλα δυο που κέρδιζαν από 80.000 και 800.000 ευρώ παρέμεναν στο πρακτορείο απούλητα.
Όπως περιγράφεται στις δικαστικές αποφάσεις «όσα λαχεία δεν πωλούνταν φυλάσσονταν μετά την κλήρωση στο συρτάρι του γραφείου και συναριθμούνταν στο τέλος κάθε μήνα για να υπολογισθεί το κόστος των και αντίστοιχα η ζημία της επιχείρησης».
Παράλληλα, υπήρχε εντολή προς τους υπαλλήλους του πρακτορείου να καταγράφουν κάθε αριθμό λαχείου που παρέμεινε απούλητο. Παρ’ όλα αυτά, από ό,τι αποδείχθηκε τόσο ο κουμπάρος όσο και η βαφτιστήρα είχαν άλλα στο μυαλό τους και παρά τις κατ’ επανάληψη παρατηρήσεις της ιδιοκτήτριας για την καταγραφή των απούλητων λαχείων, απέφευγαν να τηρήσουν τη σχετική εντολή της, διαμαρτυρόμενοι ότι δεν τους έχει εμπιστοσύνη.
Την ημέρα της κλήρωσης υπήρχαν τρία λαχεία απούλητα τα οποία ήταν αναρτημένα στο πρακτορείο. Την επόμενη ημέρα τα λαχεία αυτά δεν ήταν ούτε αναρτημένα στο πρακτορείο, ούτε στο συρτάρι όπως πάντοτε γινόταν. Έτσι, η ιδιοκτήτρια θεώρησε ότι τα λαχεία αυτά πουλήθηκαν σε πελάτες.
Δύο μέρες μετά ο κουμπάρος ανάρτησε ταμπέλα που έγραφε ότι το λαχείο που κέρδιζε τις 800.000 πουλήθηκε από το πρακτορείο τους, χωρίς ωστόσο να αναφέρει ποιος ή ποιοι είχαν αγοράσει το λαχείο.
Μέτα από λίγες μέρες και οι δυο, κουμπάρος και βαφτιστήρα, εξέφρασαν στην ιδιοκτήτρια την επιθυμία να σταματήσουν να εργάζονται στο πρακτορείο.
Η κίνησή τους αυτή, έβαλε σε υποψίες την ιδιοκτήτρια, καθώς γνώριζε την οικονομική τους κατάσταση και άρχισε να ψάχνει το όλο ζήτημα.
Όπως προέκυψε από βεβαίωση του τμήματος εξαργυρώσεως κρατικών λαχείων η βαφτιστήρα λίγες ημέρες μετά την επίμαχη κλήρωση εξαργύρωσε το λαχείο που κέρδιζε των 80.000 ευρώ (καθαρό ποσό 75.510 ευρώ) και παράλληλα την ίδια μέρα ο πατέρας της εξαργύρωσε το λαχείο που κέρδισε των 800.000 ευρώ (καθαρό ποσό 720.010 ευρώ).
Ενώπιον των δικαστηρίων η ιδιοκτήτρια υποστήριξε ότι τα δύο λαχεία που κέρδισαν τα 880.000 ευρώ ήταν εκείνα που παρέμειναν απούλητα και τα οποία της ανήκαν, ο δε κουμπάρος και η βαφτιστήρα της «σε συνεννόηση, με κοινή απόφαση και βούληση, όταν διαπίστωσαν μετά την κλήρωση ότι κερδίζουν της τα αφαίρεσαν με σκοπό να ιδιοποιηθούν τα κέρδη των παράνομα, γεγονός που συνεπικουρείται από την μετέπειτα κρυψίνου, αντισυμβατική και ανήθικη συμπεριφορά τους».
Έτσι, πριν αποχωρήσει η βαφτιστήρα της ζήτησε η ιδιοκτήτρια να υπογράψει υπεύθυνη δήλωση ότι η ίδια και ο πατέρας της δεν είχαν σχέση με τα κέρδη των λαχνών.
Αμέσως, εκείνη αρνήθηκε και μετά από έντονες πιέσεις υποστήριξε ότι η ιδία κέρδισε 100.000 ευρώ από λαχείο που της είχε χαρίσει η πεθερά της, ενώ για τον πατέρα της δήλωσε ότι δεν γνώριζε τίποτα.
Οι αρεοπαγίτες επισημαίνουν ότι πατέρας και κόρη με κοινή απόφαση και βούληση, κατά την εκτέλεση της εργασίας τους, ενεργώντας ο ένας με τη συναίνεση του άλλου, μετά την κλήρωση της 28.4.2009 ιδιοποιήθηκαν παράνομα δυο λαχεία που ανήκαν στην ιδιοκτήτρια του πρακτορείου και στη συνέχεια το χρηματικό κέρδος από αυτά, εκμεταλλευόμενοι την εμπιστοσύνη που τους είχε δείξει για τη φύλαξη τους ως υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να τη ζημιώσουν με το επίμαχο πόσο.
Τελικά, ο Άρειος Πάγος απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς των δύο υπαλλήλων που υπεξαίρεσαν τα λαχεία και τους υποχρέωσε να επιστρέψουν τα ποσά που εισέπραξαν συν τους τόκους.