«Διαμαρτύρομαι στο όνομα των Θεών του Ολύμπου, οι οποίοι, όπως όλοι ξέρετε, όχι μόνο περπατούσαν ξυπόλυτοι, οι άντρες αναμεμειγμένοι με τις γυναίκες, αλλά προσεύχονταν και στους ναούς τους γυμνοί».
Γράφει η Νίκη Παπάζογλου
Με αυτά τα λόγια, ο Παύλος Νιρβάνας, τον Μάιο του 1929, ήταν ένας από τους λίγους που υπερασπίστηκε στη στήλη του, στο Ελεύθερο Βήμα, την πρώτη Ελληνίδα φωτογράφο, όταν η μικρή Αθηναϊκή κοινωνία την κατηγόρησε για τις φωτογραφίες που απεικόνιζαν την διάσημη χορεύτρια της Comedie Francaise, Μόνα Πάεβα, να χορεύει γυμνή στον Παρθενώνα.
Η φωτογράφιση ενός εντελώς γυμνού σώματος, προκλητική και ασυνήθιστη για την εποχή, σε συνδυασμό με την τοποθεσία ταμπού, σύμβολο ενός ολόκληρου πολιτισμού, ήταν αρκετά για να προκαλέσουν τις έντονες αντιδράσεις της συντηρητικής κοινωνίας που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε υποδεχτεί θερμά την νεαρή φωτογράφο από το Αϊδίνι.
Όταν το 1924, η νεαρή Έλλη Σουγιατζόγλου-Σεϊραρδάρη έρχεται στην Αθήνα, ανοίγει στην Ερμού το πρώτο της φωτογραφικό στούντιο. Η αποδοχή της αστικής τάξης είναι ενθουσιώδης, αφού αντιλαμβάνεται ως σημάδι εκλεπτυσμένης τέχνης την δημιουργία των οικογενειακών πορτρέτων από μια νεαρή καλλιτέχνιδα, η οποία πειραματίζεται με τη φωτογραφία, αποθανατίζοντας αρχαία μνημεία και μικρές αυλές των αθηναϊκών σπιτιών. Η συνάντηση με τη Μόνα Πάεβα
Λίγο αργότερα η Nelly στρέφει την προσοχή της στο μνημείο της Ακρόπολης το οποίο την εντυπωσιάζει, και αποφασίζει να του δώσει ένα πρόσωπο και να το θέσει σε κίνηση. Όταν μαθαίνει πως η διάσημη χορεύτρια Μόνα Πάιβα, βρίσκεται στην Ελλάδα, την συναντά και της προτείνει για το σκοπό αυτό να την φωτογραφίσει στον Παρθενώνα. Ύστερα από λίγο καιρό μια από τις φωτογραφίες αυτές φιλοξενείται στις σελίδες του γαλλικού περιοδικού «Illustration de Paris».
Η κατακραυγή των συντηρητικών αρχών της Ελλάδας του 1928 είναι έντονη και καταγράφεται στον τύπο της εποχής με πηχυαίους τίτλους που μιλούν για «βεβήλωση του αρχαίου βράχου». Την ίδια ώρα βέβαια η παγκόσμια κοινή γνώμη αποδέχεται την φωτογράφιση με κύματα θαυμασμού και «ελληνολατρίας».
Η ίδια η Nelly δεν δημοσίευσε τις φωτογραφίες. Έδωσε μόνο μερικές από αυτές στην Μόνα Πάεβα όταν έφυγε από την Αθήνα. Η φωτογράφιση έγινε κατόπιν άδειας και το γυμνό προέκυψε τυχαία. Σε παλιά συνέντευξή της δήλωνε πως είχε τηρήσει όλους τους κανονισμούς. Είχε ζητήσει άδεια από τον διευθυντή της Ακρόπολης, Αλέξανδρο Φιλαδελφέα, με σκοπό να κάνει μια καλλιτεχνική φωτογράφιση με μοντέλο την Μόνα Πάεβα που έδινε εκείνο τον καιρό παραστάσεις στην Αθήνα. Η άδεια της δόθηκε ευχαρίστως.
«Είχα πάρει μαζί μου πολλά μέτρα άκοπες μουσελίνες, αρχαϊκά πέπλα για την όμορφη μπαλαρίνα. Από τη διεύθυνση της Ακρόπολης μου είχαν πει ότι η φωτογράφιση έπρεπε να γίνει μετά το επισκεπτήριο. Έτσι για να μην είμαστε δυο κοπέλες μόνες στην ερημιά παρακάλεσα τον πατέρα μου να μας συνοδεύσει. Ήταν όμως εκεί και ο ίδιος ο Φιλαδελφέας. Μας έδειξαν το σπιτάκι του φύλακα και μας είπαν ότι η καλλιτέχνης μπορούσε να αλλάξει εκεί και να βάλει τα πέπλα που είχα φέρει μαζί μου. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και καθώς ο ήλιος έγερνε και γέμιζε με φως τον μικρό χώρο, είδα για πρώτη φορά την ξένη χορεύτρια ολόγυμνη. Μου φάνηκε πως ενσάρκωνε το πνεύμα των αρχαίων μαρμάρων! Την ρώτησα αν θα μπορούσε να ποζάρει τελείως γυμνή και δέχτηκε. Έτρεξα και ρώτησα τον Φιλαδελφέα. Η απάντησή του ήταν καταφατική: «Φτάνει οι φωτογραφίες να μην είναι για δημοσίευση». Η ξένη χορεύτρια προχώρησε ολόγυμνη, κρατώντας μόνο ένα μικρό κλωνάρι ελιάς. Κι άρχισε να χορεύει μέσα στον Παρθενώνα, ενώ η Nelly’s με τον φωτογραφικό της φακό απαθανάτιζε τις διάφορες φάσεις του εξαίσιου θεάματος.
Η πρόθεση της φωτογράφου
Η πρόθεση της ίδιας της φωτογράφου δεν ήταν να δημιουργηθεί κανένα σκάνδαλο μέσα από το οποίο θα αύξανε την φήμη της ή το οικονομικό της όφελος. Άλλωστε φωτογράφιζε την χορεύτρια για τον εαυτό της, πιστεύοντας πως ανάμεσα σε εκείνη και τον αρχαίο ναό ανακάλυπτε εκ νέου μια ξεχασμένη σχέση ισορροπίας, κίνησης και αρμονικής συνύπαρξης της αρχιτεκτονικής και της ανθρώπινης δημιουργίας. Άλλωστε οι φωτογραφίες της Μόνα Πάεβα στην Ακρόπολη δεν ήταν η πρώτη φωτογράφιση στη φύση που πραγματοποιούσε η Nelly.
Από όταν ακόμα μαθήτευε στη φωτογραφία στη Δρέσδη, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ο δάσκαλός της, Φραντς Φίλντερ, της ανέθεσε να φωτογραφίσει τις χορεύτριες της διάσημης σχολής της Μαίρης Βίγκμαν. Η Nelly τότε αποφάσισε να κάνει την φωτογράφιση όχι μέσα στο στούντιο, όπως συνηθιζόταν τότε, αλλά στη φύση. Έτσι ταξίδεψε μαζί τους μέχρι το Σάξον, μέρος κατάλληλο για να αντιπαραβάλει την ομορφιά της φύσης με εκείνη του ανθρώπινου σώματος.
Ένα γυναικείο σώμα, γυμνό, στα μνημεία
Η δομή και η επιβλητική παρουσία των αρχαίων μνημείων και η δυνατότητα να φανεί πως έχουν ψυχή που την ζωντάνεψε η φρεσκάδα και η αρμονία του ευαίσθητου γυναικείου σώματος δεν παύει ακόμα και μετά το σκάνδαλο να καταλαμβάνει τη σκέψη της. Έτσι ένα χρόνο αργότερα η Nelly’s προτείνει στην Ουγγαρέζα χορεύτρια Νικόλσκα να ποζάρει και αυτή γυμνή στο βράχο της Ακρόπολης. Ο Φιλαδελφέας δίνει ξανά την άδεια. Αυτή τη φορά όμως η φωτογράφος αποφασίζει να ντύσει την Νικόλσκα με αισθησιακά αραχνοΰφαντα πέπλα για να αποφευχθούν νέες αντιδράσεις.
Οι φωτογραφίες αυτές όχι μόνο συγκαταλέγονται στις καλύτερες φωτογραφίες της περιόδου ανά τον κόσμο αλλά συνέβαλαν στη διαμόρφωση ενός αισθητικού κριτηρίου στην Ελλάδα. Το 1936 μάλιστα έγιναν αφίσες και παρουσιάστηκαν στην έκθεση τουρισμού του Παρισιού στο περίπτερο του ελληνικού τουρισμού, αφήνοντας εποχή.
Τα διασημότερα έργα της
Οι δύο αυτές γυμνές φωτογραφίσεις που έκανε στην Ακρόπολη το 1928 και το 1929 αποτέλεσαν δύο από τα διασημότερα έργα της «εθνικής φωτογράφου». Εκτός από τη φωτογραφική τεχνική τους, τα γυμνά σώματα που φωτογράφισε η Nelly ξεχωρίζουν για την έντονη εσωτερικότητα τους, η οποία επιτείνει τις μορφές, την πλαστικότητα του φωτός, όλη την πνευματικότητα του αρχαίου κλασικού ιδεώδους, όπως εκφράζεται μέσα από τo γυμνό σώμα.
Το γυναικείο σώμα, όπως αυτό απεικονίστηκε στα «γυμνά της Ακρόπολης» της Nelly, απαλλαγμένο από κάθε έννοια σεξουαλικής πρόκλησης, προώθησαν την αλλαγή στις πεποιθήσεις του ελληνικού κοινού σχετικά με τον τρόπο που αντιμετώπιζε το γυμνό σώμα.
Γεννημένη στο Αϊδίνι το 1899 και μεγαλωμένη στη Σμύρνη, η Έλλη σπούδασε φωτογραφία στη Δρέσδη με δασκάλους τον Ούγκο Έρφουρτ και Φραντς Φίλντερ. Στα σημαντικά έργα της ανήκουν σίγουρα η φωτογράφιση των Δελφικών γιορτών του Σικελιανού και της συζύγου του Εύας Πάλμερ καθώς και η φωτογράφιση των Ολυμπιακών Αγώνων στο Βερολίνο. Το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου την βρήκε στη Νέα Υόρκη όπου έμεινε από το 1939 μέχρι το 1966. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1966 όπου πέθανε το 1998.