Με άρθρο του στο epoli.gr ο γενικός γραμματέας του υπουργείου εσωτερικών κύριος Γιώργος Πουλάκης αναλύει γιατί πρέπει να εφαρμοστεί η απλή αναλογική στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές:
Το Άρθρο
“Πολλά γράφτηκαν το τελευταίο διάστημα – δυστυχώς μέσω «χαρτοπολέμου» ανακοινώσεων και όχι στο πλαίσιο συντεταγμένης συζήτησης που επιδίωξε το Υπουργείο Εσωτερικών – για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος που προτείνεται από την Επιτροπή για την Αναθεώρηση του Θεσμικού Πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και την καθιέρωση της απλής αναλογικής στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Και, επειδή είναι σκόπιμο – ανεξαρτήτως διαφορετικών απόψεων – η δημόσια συζήτηση να γίνεται επί πραγματικών δεδομένων, είναι χρήσιμο να αποσαφηνιστούν ορισμένα ζητήματα:
Στοιχείο πρώτο: Το εκλογικό σύστημα είναι σημαντικό, αλλά όχι το μοναδικό ή το κυρίαρχο στοιχείο της προτεινόμενης μεταρρύθμισης.
Μπορεί να διαπιστώσει όποιος ανατρέξει στο τελικό κείμενο των προτάσεων της Επιτροπής (http://www.ypes.gr/UserFiles/f0ff9297-f516-40ff-a70eeca84e2ec9b9/TelPorEpitrAnatheorisis-030317.pdf) ότι, γίνεται μία προσπάθεια συνολικού μετασχηματισμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, πάνω σε τέσσερις άξονες:
την αναβάθμιση της διοικητικής αποτελεσματικότητας των ΟΤΑ και τη βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη,
την ενίσχυση της τοπικής δημοκρατίας και της συμμετοχής των πολιτών,
την προαγωγή της διαφάνειας και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και τη διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των ΟΤΑ και
τον αναπτυξιακό αναπροσανατολισμό των Δήμων και των Περιφερειών και τη δημιουργία συνεργειών στο πλαίσιο του δημοκρατικού αναπτυξιακού σχεδιασμού, με νέα χρηματοδοτικά και επιστημονικά εργαλεία στη διάθεση των ΟΤΑ.
Στοιχείο δεύτερο: Η αλλαγή του εκλογικού συστήματος και η καθιέρωση της απλής αναλογικής, αν και αποτελεί, ως γνωστόν, διαχρονικό ταυτοτικό στοιχείο της Αριστεράς και κεντρική προγραμματική προτεραιότητα της σημερινής κυβέρνησης, δεν είναι απλώς μία αξιακή επιλογή, αλλά στηρίζεται σε πολύ συγκεκριμένα και αναμφισβήτητα πραγματικά δεδομένα και έρχεται να καλύψει ένα υπαρκτό δημοκρατικό έλλειμμα.
Μία απλή επεξεργασία των αποτελεσμάτων των τελευταίων (2014) Εκλογών, αρκεί για να αποδειχθεί ο ακραία πλειοψηφικός χαρακτήρας του υφιστάμενου εκλογικού συστήματος.
Πιο αναλυτικά:
Σε σύνολο 325 Δήμων,
4 (1%) από τους σημερινούς Δημάρχους έλαβαν ποσοστό κάτω από 20%,
59 (18%) από τους σημερινούς Δημάρχους έλαβαν ποσοστό κάτω από 30% ενώ,
136 (42%) από τους σημερινούς Δημάρχους έλαβαν ποσοστό κάτω από 40%,
Αντίστοιχα, σε σύνολο 13 Περιφερειών,
4 (31%) από τους σημερινούς Περιφερειάρχες έλαβαν ποσοστό κάτω από 30% ενώ,
8 (61%) από τους σημερινούς Περιφερειάρχες έλαβαν ποσοστό κάτω από 40%.
Παρ’ όλα αυτά, και οι μεν και οι δε, βάσει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, ελέγχουν τα 3/5 (60%) των εδρών του αντίστοιχου δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου.
Περαιτέρω, η μέση διαφορά του ποσοστού ψήφων που πήρε και του ποσοστού εδρών που κατέλαβε ο πρώτος συνδυασμός στις μεν Περιφέρειες ανέρχεται σε 26%, τους δε Δήμους σε 17%, σε ακραίες δε περιπτώσεις η διαφορά αυτή φτάνει και το 40%. Με άλλα λόγια, ένα απαγορευτικά μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος δεν εκπροσωπείται. Ή, για να το θέσω διαφορετικά, «εκπροσωπείται» από έναν συνδυασμό διαφορετικό από αυτόν που επέλεξε.
Τέλος, ένα ακόμα στατιστικό στοιχείο είναι το τι ποσοστό αντιπροσωπεύουν οι έδρες που πήραν οι πρώτοι συνδυασμοί βάσει του ισχύοντος εκλογικού συστήματος επί αυτού που θα έπαιρναν με το σύστημα της απλής αναλογικής, στοιχείο το οποίο δείχνει τον τρομακτικό πολλαπλασιασμό της δύναμης του πρώτου συνδυασμού.
Ειδικότερα:
Στους Δήμους, το ποσοστό των εδρών που πήραν οι πρώτοι συνδυασμοί επί αυτών που θα τους αναλογούσαν με βάση το σύστημα της απλής αναλογικής ανέρχεται σε 144%, δηλαδή 1,5 φορά πάνω, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει και το 343%, δηλαδή σχεδόν 3,5 φορές πάνω από τις έδρες που δικαιούνταν.
Αντίστοιχα, στις Περιφέρειες, το ποσοστό των εδρών που πήραν οι πρώτοι συνδυασμοί επί αυτών που θα τους αναλογούσαν με βάση το σύστημα της απλής αναλογικής ανέρχεται σε 178%, δηλαδή σχεδόν 1,8 φορές πάνω από τις έδρες που δικαιούνταν.
Τα στοιχεία αυτά, δεν παρουσιάζουν εντυπωσιασμό, αλλά προβληματισμό, πολιτικό και συνταγματικό. Ή, για να χρησιμοποιήσω την επισήμανση του – όχι φίλα προσκείμενου στη σημερινή κυβέρνηση – καθηγητή κ. Ν. Χλέπα, σε σχολιασμό του άρθρου 102 του Συντάγματος, «η ισότητα της ψήφου […] θεμελιώνεται στη δημοκρατική αρχή υπό τη μορφή της λαϊκής κυριαρχίας, δηλ. ως απόλυτη-αριθμητική ισότητα. Τούτο έχει ασφαλώς συνέπειες για τη διαμόρφωση του εκλογικού συστήματος, έτσι ώστε να μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι το ισχύον εκλογικό σύστημα δεν ευθυγραμμίζεται με το Σύνταγμα».
Είναι επομένως σαφές ότι, το ισχύον εκλογικό σύστημα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αποδεικνύεται εξόφθαλμα πλειοψηφικό ως προς τα αποτελέσματά του και οδηγεί σε προφανή αλλοίωση της βούλησης του εκλογικού σώματος και των σχέσεων εκπροσώπησης, με τις πολιτικές, αλλά και συνταγματικές προεκτάσεις που έχει το γεγονός αυτό. Με αυτό το δεδομένο, είναι προφανής νομίζω η αναγκαιότητα αλλαγής του.