“Μετά τη Χούντα, τα παράσημα μιας βόλτας από την ασφάλεια, αρκετοί, τα πήγαν στο ταμείο, και εξαργύρωσαν τις μάρκες. Και φτάσαμε να μελετάς τώρα τα λόγια δηλωμένων αριστερών. Της Μάνου, του Κώστα Καζάκου. Επιτρέψτε τους να εκθέτουν τους εαυτούς τους!”
Κατά μια έννοια, παράλληλα με τα αναμφισβήτητα σπουδαία και ευεργετικά, όπως ήταν η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στον τόπο μας, εκείνη ακριβώς την εποχή εγκαινιάστηκαν και τα κακά της μετέπειτα μοίρας μας. Με το που «έπεσε η Χούντα», πήραν μπροστά τα εργοστάσια παραγωγής ηρώων. Οποιος πρόλαβε τον Κύριο της αντίστασης, αλλά κυρίως της δήθεν αντίστασης, είδε! Ο καθένας αίφνης, είχε καπαρώσει από μια ιστορία αντιστασιακού, που θα τον συνόδευε σε όλη τη μετέπειτα ζωή του χωρίς να κινδυνεύει από κανέναν να την ερευνήσει παραπάνω ή να την αμφισβητήσει. Αν όσοι δήλωσαν μετέπειτα αντιστασιακοί ήταν όντως, τότε η χούντα θα έπρεπε να είχε πέσει, στον μήνα της επάνω.Αλλά δεν είχαμε χρόνο τότε για τέτοια. Η ταινία της μεταπολιτευτικής ζωής μας έτρεχε πια στο γρήγορο. Ηταν τόσος ο ενθουσιασμός, ήταν τόσο ασφυκτικά γεμάτα τα στάδια που τραγουδούσαμε «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις», γροθιά με γροθιά, ήταν τόσο το πάθος μας να διαβάζουμε στίχους του Ρίτσου και να βουρκώνουμε με το «Καπνισμένο τσουκάλι», ήταν τόση η χαρά να ρουφάμε βιβλία και γνώσεις… Τι να τ’ απαριθμώ ένα ένα; Ηταν όλα τα συναισθήματα μας, τόσο στο κόκκινο, τόσο στο «πολύ»… Μα, πόσο όλα, τα κάναμε «τόσο πολύ»!… Χαλάλι! Ωραίο πάθος!
Ο Κώστας Καζάκος είχε καπαρώσει την δική του αντιστασιακή ιστορία, με τον αναγνωριστικό κωδικό «Το μεγάλο μας τσίρκο». Τουτέστιν, μια σπουδαία θεατρική παράσταση, που είχε ανεβάσει την άνοιξη του 1972, εποχή δικτατορίας, το τότε εμβληματικό ζευγάρι της γενιάς μας Τζένη Καρέζη – Κώστας Καζάκος. Το άλλο εμβληματικό ήταν οι Αλίκη Βουγιουκλάκη – Δημήτρης Παπαμιχαήλ.
Το έργο ήταν μια κωμωδία, μια αλληγορία, μια ευφυής σάτιρα. Η υπόθεσή αφορούσε τη διαδρομή της νεότερης ελληνικής Ιστορίας από την Τουρκοκρατία μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή και τη γερμανική Κατοχή. Τη συγγραφή είχε αναλάβει ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης, τα σκηνικά ο Φαίδωνας Πατρικαλάκης, τη μουσική, τα τραγούδια ο Σταύρος Ξαρχάκος που τα ερμήνευε επί σκηνής ο Νίκος Ξυλούρης. Τι σπουδαιότερους συντελεστές να φανταστεί κανείς! Την παράσταση παρακολούθησαν περίπου 400.000 άνθρωποι. Εσπαζαν χέρια στο χειροκρότημα. Θρίαμβος! Τα «υπονοούμενά» της, περνούσαν από πονηρεμένο μυαλό σε πονηρεμένο μυαλό. Ετσι γινόταν τότε. Ολα περίτεχνα, πανέξυπνα συγκαλυμμένα. Κάτι σαν το τραγούδι της γενιάς μας «Ο Γιώργος είναι πονηρός» που εμείς αυτόματα σκεφτόμασταν «Γιώργος; Αρα για τον Παπαδόπουλο είναι».
Βεβαίως την παράσταση παρακολουθούσαν και «όργανα της χούντας» (ορολογίες εποχής). Βεβαίως αναγράφεται στα ιστορικά στοιχεία της παράστασης ότι «Οκτώβριος του 73, λίγο πριν το Πολυτεχνείο το έργο διακόπηκε βίαια από τη Χούντα. Οι Καρέζη – Καζάκος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ», αλλά στη συνέχεια και προσέξτε, πάντα εν καιρώ δικτατορίας, «22 Δεκεμβρίου, το ζεύγος ανέβασε το έργο εκ νέου μετά την αποφυλάκισή τους με μεγαλύτερη επιτυχία».
Και εν τέλει, τον Αυγούστου του 1974, δηλαδή αμέσως μετά την Μεταπολίτευση, το έργο ξανανέβηκε με την προσθήκη των σκηνών που είχαν λογοκριθεί. Τι διαβάζουμε; Την ιστορία της «μοίρας» πολλών παραστάσεων τότε, πολλών τραγουδιών τότε κ.λ.π. Κοινή γαρ, η τότε, μοίρα και το μέλλον, τότε, αόρατόν. Οχι, δεν εκμηδενίζω· φωτίζω την εποχή. Μια εποχή που τα παράσημα μιας βόλτας από την ασφάλεια, αρκετοί, τα πήγαν στο ταμείο, και εξαργύρωσαν τις μάρκες τους εις αεί. Βαρεθήκαμε να τους ακούμε να διηγούνται, με περισπούδαστο ύφος, τα ίδια και τα ίδια. Και ακόμα περισσότερο, βαρέθηκα έναν ολόκληρο λαό να καταπίνει αμάσητα ιστορίες και να μην αγγίζει «ιερές αγελάδες αντίστασης». Γκώσαμε από ιερές αγελάδες!
Για την ιστορία να αναφέρουμε, ότι ιστορίες αντίστασης είχε και ο Αλέκος Παναγούλης. Είχε και ο Μουστακλής. Δυο άνθρωποι που σακατεύτηκαν από βασανιστήρια. Αλλά περιέργως, αυτοί οι δυο, ποτέ δεν το έκαναν θέμα. Δεν ξέρω αν πιάσατε το υπονοούμενο.
Η εποχή μας, αγαπητοί, είναι καταραμένα ευλογημένη. Διάβασα τις αναρτήσεις της Αφροδίτης Μάνου. Αριστερή καλλιτέχνης. Πόση χολή είχε στην ανάρτησή της η κάθε λέξη! Και πόσο δυναμίτιζε κάθε επόμενη δήλωση ως συνέχεια της προηγούμενης; Ακουσα τις δηλώσεις, με το γνωστό του βέβαια περισπούδαστο ύφος, του Κώστα Καζάκου για την «προδοσία» της νέας γενιάς. Μελέτησα τη σκέψη του και το ηθικό ανάστημα πίσω από τη σκέψη… Η μια του σύνταξη είναι, λέει, μικρή… 500 ευρώ. Την άλλη του όμως τη σύνταξη, τη βουλευτική, δεν την υπολογίζει γιατί, λέει, πάει κατ΄ευθείαν για εξόφληση χρεών. Θαρρείς και τα χρέη είναι αλλουνού ή θαρρείς και δεν προσμετράται ως τύχη, να έχεις εισόδημα να πληρώνεις τα χρέη σου.
Μελετάω τα λόγια και τις ημέρες δηλωμένων αριστερών, κομμουνιστών. Οχι, δεν είναι όπως τους είχαμε καταχωρήσει, αγιοποιώντας το κάθε τι τους αλλά όπως ξεβράζονται μπροστά στα μάτια μας κάθε μέρα. Από τη μια πονάω. Από την άλλη όμως;… Επιτρέψτε τους να εκθέτουν τους εαυτούς τους! Οι μέρες μας αγαπητοί, είναι καταραμένα ευλογημένες.
ΥΓ. Για μερικούς η πατρίδα είναι συνώνυμο της έννοιας «καμαρίλα». Προστατευτική καμαρίλα. Σαφέστερα λογαριάζονται ως προδότες, όσοι ανοίγονται σε πέλαγα. Εκτός κι αν ταξίδευαν στη Σοβιετική Ενωση. Του τότε.
Πηγή: Protagon.gr