Με αφορμή της ημέρας της γυναίκας, αναδημοσιεύουμε το άρθρο του Παύλου Αγιαννίδη:
Είναι αυτό που λέει η λαϊκή σοφία: Μετά από σένα, ο θεός έσπασε το καλούπι. Κάπως έτσι. Το καλούπι της Μελίνας Μερκούρη, της πολιτικού, οραματίστριας, της σταρ με την διεθνή ακτινοβολία έσπασε στις 6 Μαρτίου, πριν από 24 χρόνια.
Μας λείπει αυτό το καλούπι; Στα χρόνια που από την εξίσωση «αστική ευγένεια» έχουν καταργηθεί και οι δύο συνισταμένες στην ελληνική πολιτική, στα χρόνια που η πολιτική έχει αφαιμαχθεί και από την τελευταία ρανίδα διεκδίκησης από κάθε τι μεγαλύτερο στην κλίμακα της εξουσίας και το πολιτικό – ή και πολιτιστικό, με την ευρύτερη έννοια – όραμα έχει περιοριστεί σε ρόλο χάρτινης προμετωπίδας, θα τολμούσε κάποιος να πει πως μας λείπει εκείνο το καλούπι.
Το καλούπι της μακροβιότερης υπουργού Πολιτισμού, για οκτώ συν δύο χρόνια, που κατάφερνε διεκδικώντας και αξιοποιώντας την ίδια της την γοητεία, στην ημεδαπή και εκτός, τα όποια μεγάλα. Μεγάλες στιγμές. Όπως «τη στιγμή, που η UNESCO είπε: “Ναι, τα μάρμαρα του Παρθενώνα πρέπει να γυρίσουνε πίσω”. Τη στιγμή, που πήγα στην Αγγλία και που όλα τα Πανεπιστήμια ψήφιζαν υπέρ της επιστροφής των Μαρμάρων. Όταν κάναμε να φύγουμε στην Αγγλία και όλοι λέγανε: “Ναι, θα γυρίσουνε τα γλυπτά του Παρθενώνα”. Όταν γίνηκε θεσμός η πολιτιστική πρωτεύουσα και ήτανε πρώτη η Ελλάδα, παρά το μποϊκοτάρισμα που μας είχε κάνει ο Ρίγκαν τότε. Η στιγμή που ήρθανε όλοι οι υπουργοί, αρχηγοί κρατών, ο Γκένσερ ο οποίος είναι φίλος σωστός, ο Μιτεράν, που ήρθαν όλοι και έσπασε η απαγόρευση του Ρίγκαν».
Το καλούπι της πολιτικού, που αξιοποιούσε την καλλιτεχνική, αλλά και την γυναικεία γοητεία της, ακόμη και τον «μύθο» της ασυμβίβαστης που είχε πλάσει μεθοδικά, για να μετατρέψει ένα θέμα ειδικό σε εθνικό. Όπως έλεγε και σε συνέντευξή της στον Γιώργο Δουατζή, για την ΕΡΤ, «τα Μάρμαρα πιστεύω ότι είναι ένα εθνικό αίτημα. Aν πας στο πιο μικρό χωριό της Ελλάδας, σου λένε: “Ε, Μελίνα, τι γίνεται με τα Μάρμαρα;”. Πιστεύω ότι είναι μια υπερήφανη πολιτική εξωτερική». Για τους ίδιους, που την ρωτούσαν, έπλασε και τον –παραπαίοντα στα χρόνια που πέρασαν– θεσμό των ΔΗΠΕΘΕ, των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων. Οπως και στην μάχη της για τα λεγόμενα Ελγίνεια συνέλαβε την ιδέα ενός νέου Μουσείου Ακροπόλεως και προκήρυξε διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την κατασκευή του, το 1989.
«Πιστεύω», έλεγε, «ότι να γίνεις η πρώτη πολιτιστική πρωτεύουσα (σ.σ.: η Αθήνα, το 1985, όταν εκείνη έπεισε τους ευρωπαίους εταίρους) και να γίνει θεσμός είναι σημαντικό. Το όνειρο το δικό μου ήτανε να έρθουνε όλοι εδώ και να γίνει συνάντηση Κορυφής για τον Πολιτισμό. H Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστεί στον Πολιτισμό. Η Ελλάδα αυτό είναι. Η κληρονομιά της. Αυτό είναι η περιουσία της. Κι αν το χάσουμε αυτό, δεν είμαστε τίποτα».
Ποιο άλλο καλούπι πολιτικού όντος, με γοητεία και μύθο (έστω και πλασμένο όπως τον ήθελε, κατά τους εχθρούς της), έχει αξιοποιήσει, μπροστά στα μικρόφωνα και στις τηλεοπτικές κάμερες όλου του κόσμου, τη θέση και στάση απέναντι στην Χούντα, τη θέση και στάση απέναντι στην ελευθερία – που κατά την ίδια ήταν το μέγιστο αγαθό – ως πράξη Αντίστασης. Κι ας μου έλεγε, σε μία δική μας συνέντευξη, ότι περπατάει πάντα ξυπόλητη, όπου μπορεί, διότι έτσι νιώθει ελεύθερη. «Ελεύθερη σκλάβα», όπως το είχε θέσει εύγλωττα. Το μήνυμα είχε δοθεί. Πρώτα με όσα είπε για την Χούντα στο αμερικανικό δίκτυο CBS, πριν από μια πρεμιέρα της στο Μπρόντγουεϊ. Έπειτα, με μία της φράση της, που εκστόμισε στους ανθρώπους της βρετανικής Daily Mirror, όταν την κάλεσαν για να της πουν ότι της αφαίρεσαν – σε εκείνην πρώτη – την ελληνική ιθαγένεια. Μια φράση, που έκανε το γύρο του κόσμου και έγινε σύνθημα, σλόγκαν απέναντι στους Συνταγματάρχες της Χούντας: «Εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα, αυτός γεννήθηκε φασίστας. Αυτός θα πεθάνει φασίστας κι εγώ θα πεθάνω Ελληνίδα».
Ακόμη και εχθροί της της έχουν αναγνωρίσει ένα πνεύμα αντίστασης και ένα πνεύμα διεκδίκησης: «Είχε εκ γενετής μια νοοτροπία αρνητικότητας και αμφισβήτησης των πάντων, αλλά ταυτόχρονα και στοιχεία κυνισμού, σνομπισμού και ανεξέλεγκτου ηδονισμού. Υπό την έννοια αυτή, βεβαίως ήταν αντιστασιακή». Κατά την ίδια ήταν «ταλέντο για να κάνω αντίσταση. Αντίσταση στη μικρότητα, στο βρισίδι, στο να µου κόψεις κάτι που έβαλα πολύ στο μυαλό µου και που πρέπει να υλοποιηθεί». Ως δε προς το δεύτερο, το παραδεχόταν ανοιχτά και η ίδια, όταν, ως προς το ταλέντο της στη διεκδίκηση, της έλεγαν πως το μυστικό της είναι η ματιά της και ότι κοιτάζει τον άλλον στα µάτια και τον καθηλώνει. Απλώς διευκρίνιζε: «Κοιτάζω στα µάτια και ζητάω». Η γοητεία στην υπηρεσία της πολιτικής διεκδίκησης.
Πόσα νέα καλούπια πολιτικών θα είχαν τη συνείδηση ότι «αν δεν αγαπούσα τόσο πολύ την Ελλάδα, θα ήμουν τεμπέλα, θα ήμουν πάρα πολύ εγωκεντρική, θα ήμουν δειλή σε ορισμένα πράγματα. Η Ελλάδα µε κρατάει στο να µην προδώσω και να µην πούνε ότι δεν ήταν αντάξια της Ελλάδας». «Κοιτάζω στα µάτια και ζητάω» διευκρίνιζε η Μερκούρη
Είναι ιδέα μας ή εξέλιπε ακόμη και τούτη η αυτογνωσία;Πόσοι έχουν συνείδηση του τι σημαίνει… Ρωμιοσύνη, πέρα από τους μύθους: «Είμαι Ρωμιά, δηλαδή είμαι φρικτά απαισιόδοξη στα μικρά πράγματα και μετά δίνω μια μπαμ και όταν συμβαίνει το κακό είμαι αισιόδοξη».
Και πόσοι, σήμερα, έχουν τα κότσια ή και το τσαγανό να φωνάξουν, όπως εκείνη, πως «η τέχνη είναι παραμερισμένη από τους περισσότερους πολιτικούς. Οι πνευματικοί άνθρωποι κάνουν τις επαναστάσεις τους, αλλάζουν τα πράγματα, αλλά, η τέχνη θεωρείται πολυτέλεια. Και αυτή τη γεύση την έχω πολύ πικρή»; Ή να διεκδικήσουν τη θέση τους ως καλλιτέχνες και πολιτικοί συνάμα, όπως η Μελίνα Μερκούρη: «Οταν βγήκα στην πολιτική και έγινα επαγγελματίας πολιτικός, τόσο πολύ σοκαρίστηκαν και ακόμη δεν με θεωρούνε πολιτικό. Eνώ εγώ πιστεύω ότι η πνευματικότητα και η τέχνη βοηθάνε στην πολιτική πάρα πολύ».
Ακόμη και αν κάποιοι την είχαν θεωρήσει λίγη ή αναποτελεσματική ως υπουργό και πολιτικό, πόσοι αντίστοιχοι θα μπορούσαν σήμερα να καταδείξουν καταγωγή από την δεξαμενή της «αστικής ευγένειας»; Και δεν εννοείται εδώ η συγγένειά της με τον δήμαρχο Αθηναίων παππού της, Σπύρο Μερκούρη, ή με τον επί 30 χρόνια βουλευτή και υπουργό πατέρα της, Σταμάτη. Ούτε οι μεγαλοαστικές καταβολές της μητέρας της, Ειρήνης Λάππα, ή ο μεγαλοαστικός αέρας πλούτου που της έφερε ο κατά πολύ μεγαλύτερος σύζυγός της –από τα 17– Πάνος Χαροκόπος. Μιλάμε για εκείνη την καταγωγή, από τον παππού της, που «με έμαθε πρώτα από όλα να λατρεύω την Ελλάδα. Οτι έπρεπε να είμαι γενναία, έπρεπε να μην λογαριάζω τα χρήματα. Ήταν μεγάλη ντροπή για τον παππού μου τα χρήματα. Δεν είχαμε χρήματα εμείς. Νομίζω ότι ο παππούς μου με έμαθε αυτά τα τρία και μια αίσθηση δικαιοσύνης».
Γι’ αυτό σας λέω. Πάει, έσπασε εκείνο το καλούπι. Και μένουμε, κάθε 6η Μαρτίου, από εκείνη την ημέρα του 1994, να θυμόμαστε απλά μια «εμπνευσμένη πολιτική προσωπικότητα», όπως έχουν χαρακτηρίσει τη Μελίνα Μερκούρη. Ξεχνώντας, ίσως, ακόμη και τους φόβους της, υπέρ των νέων καλουπιών που μόνον στο… ίδιο καλούπι δεν κινούνται: «Φοβάμαι μήπως χαθεί η ιδεολογία», έλεγε. «Και γίνουμε ανθρωπάκια, που θα θέλουμε να καλοπεράσουμε, που θα θέλουμε να κάνουμε καταναλωτική ζωή. Φοβάμαι κι εμείς οι Έλληνες να χάσουμε αυτό που λέγεται αξιοπρέπεια, αυτό που λέγεται αγωνιστικότητα. Αυτό φοβάμαι περισσότερο από όλα».