ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ – ΝΕΑ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΜΑΣ
Η Φιλαδέλφεια υπήρξε πόλη της Λυδίας στη Μικρά Ασία, βορειοδυτικά του όρους Τιμώλου. Θεμελιώθηκε το 189 π.Χ. από το Βασιλιά Ευμένη Β΄, ηγεμόνα του Ελληνιστικού Βασιλείου της Περγάμου, ο οποίος της έδωσε το όνομα αυτό αφιερώνοντας την πόλη στον αγαπητό αδελφό και διάδοχό του Άτταλο Β΄Φιλάδελφο.
Η Φιλαδέλφεια υπήρξε η τελευταία Βυζαντινή πόλη της Ανατολίας που έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Παρέμενε ανεξάρτητη πόλη υπό την επιρροή των ιπποτών της Ρόδου, όταν το 1390 κατελήφθη από τον Οθωμανό Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1402, κατελήφθη από τον εκτουρκισμένο Μογγόλο κατακτητή Ταμερλάνο, ο οποίος νίκησε τον Οθωμανό Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄. Τελικώς η πόλη περιέρχεται στην κυριαρχία των Τούρκων, οπότε και μετονομάζεται σε Alaşehir, δηλαδή “Χώρα του Θεού”, είτε άλλως “Ωραία Πόλη”. Απελευθερώνεται από τον Ελληνικό Στρατό το 1920, για να περιέλθει και πάλι στα χέρια των Τούρκων τον Αύγουστο του 1921.
Η Φιλαδέλφεια κατέστη πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, με αρκετούς ναούς, σχολεία, βιβλιοθήκη και αρχαιολογικό μουσείο. Οι κάτοικοί της γνώρισαν τον Χριστιανισμό από το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου. Αναφέρεται, στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, ως μία από τις επτά εκκλησίες της Ασίας. Ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της άνθησής της προσομοιάζεται και λαμβάνει ακόμα και την προσωνυμία “Μικραί Αθήναι”.
Οι Έλληνες κάτοικοί της την εγκατέλειψαν οριστικά, συνεπεία της Μικρασιατικής καταστροφής. Αρκετοί εξ αυτών, ερχόμενοι στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής. Στη σημερινή πόλη Alaşehir διαβιούν περίπου σαράντα πέντε χιλιάδες κάτοικοι. Στην Τουρκία το όνομά της είναι σχεδόν συνώνυμο με την παραγωγή της, της σουλτανίνας, του πιο διάσημου προϊόντος αυτής. Συνδέεται σιδηροδρομικά με τη Σμύρνη, από την οποία απέχει εκατόν πέντε χιλιόμετρα.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1927, οι πρόσφυγες διωγμένοι αυτή τη φορά συνεπεία της πυρκαγιάς του Γηροκομείου, από τις προσφυγικές παράγκες των Αμπελοκήπων, εγκαθίστανται στον “Ποδονίφτη”, σημερινή περιοχή της Φιλαδελφείας, συνοικία του Δήμου Αθηναίων. Μέσα σε αμπελώνες και ανάμεσα σε δύο ποταμούς, τον Κηφισό και τον Ποδονίφτη, οι νέοι κάτοικοι «ξεριζωμένοι πρόσφυγες», δημιούργημα της εθνικής τραγωδίας του 1922, θέτουν τα θεμέλια της νέας τους γης.
Η εν λόγω περιοχή έχει κτιριακά περατωθεί, παρά ταύτα δεν υπάρχουν ακόμα έργα υποδομής, μονάχα κάποιοι διαμορφωμένοι υποτυπωδώς δρόμοι. Σημειώνεται ότι η ύδρευση της πόλεως γίνεται πραγματικότητα μόλις το 1930, με απόφαση του Υπουργείου Προνοίας, στα εγκαίνια της οποίας παρευρισκόταν και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ΄. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι πρόσφυγες σύντομα διέμεναν σε κατοικίες, τετρακατοικίες ή διπλοκατοικίες, ομοιόμορφες διώροφες, δομημένες κατά τα πρότυπα αγγλικών κωμοπόλεων.
Το 1914 ξεκινά η δεντροφύτευση του σημερινού Άλσους, παρουσία της Βασίλισσας Σοφίας, η οποία συμβολικά φυτεύει το πρώτο πεύκο. Αργότερα, το Φεβρουάριο του 1939, ολοκληρώνεται η διαμόρφωση άλσους σε μία έκταση πεντακοσίων στρεμμάτων περίπου, παρουσία αυτή τη φορά του Βασιλέα Γεωργίου Β΄.
Το 1927 χτίζεται η πρώτη εκκλησία, με υλικά από τις αποθήκες του οικισμού, όταν σε μία νύχτα διαμορφώνεται η «Κοίμησις της Θεοτόκου». Οι εικόνες αυτής και τα κειμήλια δόθηκαν από το Α΄ Σώμα Στρατού, ενώ όπως λέγεται η πρώτη καμπάνα έφτασε από το Μοναστηράκι. Το ναό επισκεπτόταν τις Κυριακές ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ΄, ο οποίος διατηρούσε κατοικία στην πλέον ομώνυμη κεντρική πλατεία της περιοχής. Από το μπαλκόνι της κατοικίας του εκφώνησε προεκλογικό λόγο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, το Σάββατο 23ης Αυγούστου 1928. Επίσης, σε οίκημα της Νέας Φιλαδελφείας έζησε τα τελευταία επτά χρόνια της αρχιεπισκοπίας του και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄. Με τη διαθήκη του ανεγείρεται ο ιερός ναός του Ιωάννου και αποδίδεται η ιστορική εικόνα του Αγίου Ιωάννου στην αυτή εκκλησία της Νέας Μαδύτου.
Με την εγκατάσταση των προσφύγων παρουσιάζεται και το ενδιαφέρον για τη δημιουργία των πρώτων βιοτεχνικών μονάδων. Ειδικότερα η βιοτεχνική ανάπτυξη της Νέας Φιλαδέλφειας στηρίζεται απαρχής – σχεδόν αποκλειστικά – στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, γνώριμο στις “αλησμόνητες πατρίδες”.
Οι νέοι κάτοικοι, μορφωμένοι οι περισσότεροι εξ αυτών, μιλούν καλά την ελληνική γλώσσα και επιδιώκουν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον σε κοινωνική προσφορά. Φροντίζουν από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους τη δημιουργία συλλόγων μορφωτικών, αθλητικών, εξωραϊστικών. Εκδηλώσεις όπως ανθεστήρια, χορωδίες και εκδρομές, προσδίδουν στην πόλη χαρακτήρα περισσότερο πολιτιστικό παρά εμπορικό. Η Πρωτομαγιά, η οποία εορτάζεται μετά το 1930, με τα ανθεστήριά της προβάλει τη Νέα Φιλαδέλφεια ως μία σημαντικά εορτάζουσα πόλη. Αλλά και η – μία φορά την εβδομάδα – λαϊκή αγορά, αποτελεί χώρο συνεύρεσης για καφέ και συζήτηση. Εκτός σπιτιού, για νέους και πιο μεγάλους η διασκέδαση επικεντρωνόταν στα καφενεία και στις ταβέρνες της περιοχής, στο «ΠΑΝΘΕΟΝ», στο «ΒΥΖΑΝΤΙΟ», στο «ΚΡΥΣΤΑΛ» και στην «ΑΙΓΛΗ», χώροι όπου έπαιζαν ορχήστρες και χόρευαν.
Ιδιαιτέρως κοσμικό αλλά και τοπικό γεγονός αποτελούσε ο ετήσιος χορός του «ΙΩΝΙΚΟΥ», νεοσύστατου συλλόγου της Νέας Φιλαδέλφειας. Έτερος νεοϊδρυθείς σύλλογος είναι η Αθλητική Ένωση Κωνσταντινούπολης / Α.Ε.Κ. (σύμφωνα με βιβλιογραφικές πηγές, αρχικά αναφέρεται ως Π.Ε.Ν. Νεότητας). Ο ποδοσφαιρικός σύλλογος (Α.Ε.Κ.) αποκτά χώρο – γήπεδο στις αρχές του 1930, στα εγκαίνια του οποίου παρευρίσκεται ο τότε Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, με τη βοήθεια του οποίου παραχωρήθηκε η σχετική έκταση. Σημειώνεται ότι το ποδόσφαιρο ήταν ήδη γνωστό στους πρόσφυγες από τους Άγγλους ναυτικούς, που προσέγγιζαν το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης. Εκεί, υπήρξαν και άλλα αθλητικά σωματεία προ της εκδιώξεώς τους, όπως η «Ένωση Ταταύλων», το «Πέρα Κλουμπ», ο «Ερμής του Πέραν», ο αθλητικός σύλλογος της Ροβερτείου Σχολής κ.α.
Ως φαίνεται, οι πρόσφυγες συνέβαλαν με το δικό τους τρόπο στην ελληνική οικονομία, καθώς και σε αναδιαρθρώσεις σε σημαντικούς κοινωνικούς και πολιτισμικούς τομείς. Σε αυτή τη συμβολή τους πρωταρχικό ρόλο κατείχαν η πνευματική και ηθική ενότητα των προσφύγων, τα οποία γνωρίσματα ενισχύθηκαν με τη διάθεση και επιδίωξη των γηραιότερων Μικρασιατών να προβάλουν και να κληροδοτήσουν στους νεότερους την παράδοση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
………………………..