Τον Σεπτέμβριο του 1957, o 14χρονος Τζιμ Μόρισον μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αλαμέντα του Σαν Φρανσίσκο. Τον ίδιο μήνα εκδόθηκε το βιβλίο του Τζακ Κέρουακ, “On the Road”. Ο Κέρουακ και η ελευθερία των μπήτνικ επηρέασαν τον έφηβο για την υπόλοιπη ζωή του. Σύχναζε έξω από το βιβλιοπωλείο “City Lights”, που διαφήμιζε ότι πουλούσε απαγορευμένα βιβλία και περίμενε μέχρι να δει κάποιον αγαπημένο του συγγραφέα.
Πέτυχε τον ποιητή Λόρενς Φερλινγκέτι, που ήταν και ένας απ’ τους ιδιοκτήτες του βιβλιοπωλείου και τον πλησίασε διστακτικά. Πρόλαβε να του πει μόνο “Γεια σου”, πριν χάσει το θάρρος του και εξαφανιστεί τρέχοντας. Άλλοι αγαπημένοι ποιητές ήταν ο Κένερ Ρέξροθ και ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, η εικόνα του οποίου έμεινε χαραγμένη στο μυαλό του ως ένας θλιμμένος απατεώνας.
Διάβαζε μανιωδώς, αλλά όχι τα σχολικά βιβλία. Λάτρευε τα γραπτά του Νίτσε και το “Βίοι Ευγενών Ελλήνων” του Πλούταρχου. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν ένας από τους ήρωές τους. Θαύμαζε τις ικανότητές του, το γεγονός ότι έζησε λίγο και έντονα, ότι ήθελε τον κόσμο και τον κατέκτησε, (σχετική και η φράση του: we want the world and we want it now). Έτσι πολλοί ερευνητές της ζωής του λένε ότι η διάσημη στάση του σώματός του, δεν είναι τυχαία. Συνήθιζε να κλίνει το κεφάλι του προς την αριστερή πλευρά, όπως εμφανίζεται σε πολλούς ανδριάντες του Αλέξανδρου. Μελετούσε την αρχαία ελληνική γραμματεία και από το μύθο του Οιδίποδα εμπνεύσθηκε το στίχο Father, yes son, I want to kill you Mother, I want to fuck you, στο τραγούδι the end.
Σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν πια πήγε στο κολέγιο σπουδάσει σκηνοθεσία, ο Τζιμ ήταν απ’ τους λίγους που διάβασαν και κατανόησαν τον “Οδυσσέα” του Τζέιμς Τζόις. H προτομή του Μ.Αλέξανδρου, όπου γέρνει το κεφάλι αριστερά Ο μυστικισμός και η μαγεία ήταν πάντα ένα από τα ενδιαφέροντα του Μόρισον, που καλλιέργησε κυρίως στο κολέγιο. Ο καθηγητής του στη φιλολογία είπε: “Όσα διάβαζε ήταν τόσο περιθωριακά ή πρωτοποριακά που έβαλα ένα συνάδελφο που πήγαινε στη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, να ελέγξει αν τα βιβλία στα οποία αναφερόταν ο Τζιμ, υπήρχαν πραγματικά.
Υποπτευόμουν πως τα σκάρωνε ο ίδιος, καθώς ήταν αγγλικά βιβλία γύρω από τη δαιμονολογία του 16ου και 17ου αιώνα. Δεν τα είχα ακούσει ποτέ μου. Όμως υπήρχαν πράγματι. Η βιβλιοθήκη του Κογκρέσου θα ήταν η μοναδική πηγή”. Ο Μόρισον αντέγραφε τα αγαπημένα του κομμάτια σε τετράδια και αργότερα άρχισε να γράφει τα δικά του ποιήματα.
Καθώς έγραφε, άκουγε μουσική, κυρίως blues και spirituals των μαύρων. Είχε πει ότι εκείνη την εποχή σιχαινόταν τη ροκ. Ακόμα και όταν έγινε ένας από τους διασημότερους μουσικούς στον κόσμο, ο Μόρισον επιθυμούσε να τον αποκαλούν “ποιητή”. Αυτό πίστευε ότι ήταν το στοιχείο του και αναμφισβήτητα ήταν ένα από τα προτερήματά του.
https://www.youtube.com/watch?v=ONqBDz_3wBQ