Ένα ηλιόλουστο μεσημέρι του Ιουλίου του 1976, μια παρέα αντρών πήγε για πικνίκ.Ήταν έτοιμοι να απολαύσουν τους γκουρμέ μεζέδες τους: φουά γκρα και κόκκινο κρασί.
Ένα πικνίκ είναι μία συνηθισμένη, σχεδόν αδιάφορη δραστηριότητα, εκτός αν λαμβάνει χώρα στο κλειδωμένο χρηματοκιβώτιο μίας τράπεζας, εν ώρα ληστείας.
Κι όμως, ο Άλμπερτ Σπαγκιάρι και οι άντρες του κολάτσισαν, το μεσημέρι του Σαββάτου 17 Ιουλίου 1976, καθώς λήστευαν την τράπεζα Societe Generale της Νίκαιας.
Ο Άλμπερτ Σπαγκιάρι έμαθε την τέχνη της ληστείας όταν υπηρετούσε στον γαλλικό στρατό, στον πόλεμο της Ινδοκίνας.
Μετά από μια κλοπή συνελήφθη, καταδικάστηκε και επέστρεψε στη Γαλλία για να εκτίσει την ποινή του.
Όταν αποφυλακίστηκε έπιασε δουλειά σε μια εταιρεία που πουλούσε χρηματοκιβώτια. Η δουλειά του ήταν να τα διαρρηγνύει, έτσι ώστε να βρει τρόπους να αυξήσει την ασφάλειά τους.
Φυσικά ενέδωσε στον πειρασμό και δεν άργησε να εφαρμόσει τις γνώσεις του στην πραγματική ζωή και σύντομα επέστρεψε στη φυλακή.
Η δεύτερη φυλάκιση άλλαξε τη ζωή του, τουλάχιστον για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο Σπαγκιάρι έγινε φωτογράφος και «νοικοκυρεύτηκε», μέχρι που διάβασε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο: «Πώς να ληστέψετε μια τράπεζα», του Ρόμπερτ Πόλοκ. Το βιβλίο τον ενέπνευσε και όταν άκουσε από ένα φίλο του ότι η τράπεζα Societe Generale στη Νίκαια δεν είχε συναγερμό, πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην παρανομία. Συγκέντρωσε 15 συνεργάτες και στρώθηκαν στη δουλειά.
Για δύο μήνες, ο Σπαγκιάρι και η ομάδα του, την οποία ο Τύπος αποκάλεσε, «Η Συμμορία των Υπονόμων», έσκαβαν ένα τούνελ, το οποίο οδηγούσε στο χρηματοκιβώτιο της τράπεζας, μέσω των υπονόμων της Νίκαιας.
Εν τω μεταξύ, ο Σπαγκιάρι είχε επιβεβαιώσει ότι στην τράπεζα δεν υπήρχε συναγερμός, τοποθετώντας ένα ξυπνητήρι σε μια απ’ τις θυρίδες.
Όταν το ξυπνητήρι χτυπούσε αργά το βράδυ, δεν ενεργοποιήθηκε κανένας μηχανισμός ασφαλείας.
Οι κατασκευαστές της τράπεζας δεν είχαν τοποθετήσει κανέναν συναγερμό, γιατί πίστευαν ότι οι χοντροί τοίχοι ήταν αδιαπέραστοι.
Προφανώς, έκαναν λάθος.
Στις 16 Ιουλίου του 1976, όταν η υπόλοιπη Γαλλία γιόρταζε την Ημέρα της Βαστίλης, η «Συμμορία των Υπονόμων» τρυπούσε το πάτωμα της Societe Generale.
Άρχισαν να ανοίγουν τις θυρίδες και να σηκώνουν τα περιεχόμενα. Η δουλειά δεν κράτησε λίγες ώρες αλλά μέρες εκμεταλλευόμενοι την αργία.
Συνέχισαν και τις επόμενες μέρες, με ευχάριστα διαλείμματα απ’ τη σκληρή δουλειά, όπου έστρωναν στο πάτωμα για πικνίκ.
Το Σάββατο έφαγαν φουά γκρα και ήπιαν κόκκινο κρασί.
Την Κυριακή δεν πρόλαβαν γιατί άρχισε να βρέχει και έπρεπε να βιαστούν, γιατί φοβήθηκαν ότι θα πλημμύριζαν οι υπόνομοι.
Άφησαν πίσω τους 400 άδειες θυρίδες και ένα σημείωμα που έγραφε: «Χωρίς όπλα, χωρίς βία και χωρίς μίσος».
Κάθε γράμμα απ’ το σημείωμα είχε γραφτεί από διαφορετικό ληστή για να μην μπορεί η αστυνομία να αναγνωρίσει τον γραφικό τους χαρακτήρα.
Η αξία των κλοπιμαίων τους έφτανε τα 31 εκατομμύρια ευρώ.
Η σύλληψη και η απόδραση
15 συνεργοί ήταν πολλοί για να ξεφύγουν όλοι από την αστυνομία που κατάφερε να εντοπίσει δύο, ψάχνοντας στους συνήθεις ύποπτους.
Αυτοί κατέδωσαν τον Σπαγγιάρι και η αστυνομία τον συνέλαβε, ενώ βρισκόταν σε επαγγελματικό ταξίδι με τον δήμαρχο της Νίκαιας.
Αρχικά αρνήθηκε ότι συμμετείχε στη ληστεία αλλά μετά από πιέσεις, ομολόγησε την ενοχή του.
Μερικούς μήνες αργότερα, όταν ο Σπαγγιάρι χρειάστηκε να εμφανιστεί μπροστά σε δικαστή για να καταθέσει κάποια στοιχεία για τη ληστεία, πήδηξε από το παράθυρο, προσγειώθηκε στην οροφή ενός αυτοκινήτου και έφυγε με μια μηχανή που τον περίμενε. Δεν συνελήφθη ποτέ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στην Αργεντινή, ενώ άλλαξε το πρόσωπό του με πλαστικές επεμβάσεις για να μην τον αναγνωρίσουν.
Το 1978 εκδόθηκε και το βιβλίο που έγραψε για τη ληστεία, με τίτλο «Η Μεγάλη Ληστεία στη Ριβιέρα».
Ο «σούπερσταρ» ληστής πέθανε στην Ιταλία στις 8 Ιουνίου του 1989, σε ηλικία 56 ετών.
Η ληστεία του Σπαγγιάρι ενέπνευσε και τους δημιουργούς του κινηματογράφου, καθώς κυκλοφόρησαν τρεις ταινίες βασισμένες στη ληστεία της Νίκαιας, δύο το 1979 και η τρίτη το 2008.
Το Χόλιγουντ πάντα χρησιμοποιούσε τέτοια «κατορθώματα» για προσελκύσει το ενδιαφέρον των θεατών.