Ταξιδεύοντας με την χρονοκάψουλά μας, θα δούμε ανθρώπους που προσδιορίζονταν ως xαλκιάς, κατρατζής , καλαφάτης ή ο καϊτατζής, και είναι πολύ πιθανόν όσοι είναι κάτω των 35 να μην τα έχουν ακούσει πότε ή σχεδόν ποτέ.
Γράφει ο Ανδρέας Ντίνης για τον Ελεύθερο Τύπο
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν με το πρώτο και γνωστό σε όλους επάγγελμα που το ξέρουμε (όσοι δεν το «ζήσαμε») μέσα από τις ελληνικές ταινίες.
Ο λούστρος
Ο λούστρος έβαφε τα παπούτσια στο δρόμο των περαστικών και συνήθως τριγύριζε έξω από καφενεία και καταστήματα αλλά και σε διάφορα κεντρικά σημεία των δρόμων για να βρει πελάτες. Ο εξοπλισμός του ήταν ένα ξύλινο κασελάκι με πλαϊνές θήκες που είχε τις μπογιές και τις βούρτσες του και ότι άλλο χρειαζόταν για το γυάλισμα των παπουτσιών.
Ο λατερνατζής
Ο λατερναζής ήταν πλανόδιος μουσικάντης. Κρατούσε στο χέρι έναν τρίποδα και στον ώμο τη λατέρνα καταστόλιστη και φορτωμένη με μπιχλιμπίδια, χάντρες, φούντες και φωτογραφίες με όμορφες κοπέλες. Έτσι γύριζε στους δρόμους και καθόταν σε κάποιο κεντρικό σταυροδρόμι, γύριζε τη μανιβέλα και γέμιζαν μελωδίες οι γειτονίες.
Η λατέρνα είναι ένα είδος έγχορδου μουσικού οργάνου, που αποτελείτε από ένα κιβώτιο μέσα στο οποίο βρίσκεται ο μηχανισμός που εκτελεί τα μουσικά κομμάτια. Οι λατερνατζήδες έπαιζαν γνωστά μουσικά κομμάτια εκείνης της εποχής, ο κόσμος μαζευόταν να ακούσει τις μελωδίες και μετά έριχναν στο αναποδογυρισμένο καπέλο του βοηθού τους, ότι είχε ευχαρίστηση ο καθένας. Με το που εμφανίστηκε όμως το ραδιόφωνο και το γραμμόφωνο άρχισε η σταδιακή πτώση της, ώσπου την αποτελείωσε η εποχή της δικτατορίας, κατά την διάρκεια της οποίας, απαγορεύτηκε η χρήση της λατέρνας επειδή θεωρήθηκε όργανο του υποκόσμου.
Ο νερουλάς
Με το επάγγελμα αυτό θα ασχοληθούμε λίγο παραπάνω. Θα δείτε στην πορεία γιατί.
Ο νερουλάς ή νεροκόπος ήταν πλανόδιος πωλητής νερού και αναλάμβανε την τροφοδότηση των σπιτιών, σε πόλεις ή χωριά, που δεν είχαν δική τους προμήθεια. Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότηση τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβόταν περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ.
Με τον καιρό, όμως, κι επειδή οι ανάγκες των ανθρώπων πολλαπλασιάστηκαν, κουβαλούσε μαζί του κάποιο ζώο (γαϊδούρι ή μουλάρι), το οποίο φόρτωνε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 30 οκάδων περίπου το καθένα. Αυτά τα βαρέλια είχαν μια κάνουλα και από ‘κεί γέμιζε ο νερουλάς τις κανάτες της νοικοκυράς. Άλλοι νερουλάδες πάλι χρησιμοποιούσαν βοϊδάμαξες, με τις οποίες μετέφεραν βαρέλια των 100 οκάδων. Αυτοί πωλούσαν το νερό με τον κουβά για οικιακή χρήση (πλύσιμο καθαριότητα).
Αυτή η δουλειά γινόταν από την άνοιξη και μέχρι το φθινόπωρο. Το χειμώνα ο κόσμος έπαιρνε νερό από τα ρυάκια που σχηματίζονταν από τις βροχές και τα χιόνια.
Ο πιο διάσημος νερουλάς της χώρας μας ήταν ο Σπύρος Λούης, από το Μαρούσι.
Αυτός ήταν συνηθισμένος να κάνει πολλά χιλιόμετρα καθημερινά, προκειμένου να μοιράζει το νερό, είχε και μεγάλη αντοχή στο τρέξιμο, έτσι όταν του πρότειναν να λάβει μέρος στον μαραθώνιο δρόμο (στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες, στην Αθήνα το 1896) δέχτηκε αμέσως.
Μια ιστορία λέει πως όταν κέρδισε την πρώτη θέση στον Μαραθώνιο, ο τότε βασιλιάς Γεώργιος προσφέρθηκε να του χαρίσει ό,τι δώρο ήθελε. Ο Λούης, σεμνός και προσγειωμένος, του απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι θέλω μόνο, για να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό»!
Ο αγωγιάτης
Ο αγωγιάτης θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ταξιτζής της εποχής του καθώς τα προπολεμικά τα αυτοκίνητα δεν ήταν και ό,τι πιο συνηθισμένο υπήρχε στους δρόμους (όπουους δρόμους τέλος πάντων). Αποστάσεις λοιπόν σήμερα που μας μοιάζουν μικρές, τότε ήταν ένα ταξίδι που ήθελε προγραμματισμό.
Οι αγωγιάτες χρησιμοποιώντας μουλάρια ή γαϊδούρια έκαναν το σύνηθες καθημερινό δρομολόγιο της εποχής κατά το οποίο μετέφεραν ανθρώπους και φυσικά τα εμπορεύματά τους.
Ο παγοπώλης
Τα… παλιότερα χρόνια όπου τα ψυγεία δεν τα έβρισκες στα ελληνικά σπίτια, οι νοικοκυρές έβαζαν τον πάγο στις «παγωνιέρες», που δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα, επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο. Είχε και δύο πόρτες, μια πάνω και μία κάτω.
Στο πάνω μέρος τοποθετούσαν την παγοκολόνα και δίπλα ήταν ένα ντεπόζιτο που κατέληγε εξωτερικά σε μια κάνουλα. Γέμιζαν το ντεπόζιτο με νερό, και έτσι είχαν πάντα κρύο νερό. Στο κάτω μέρος υπήρχαν ράφια όπου τοποθετούσαν τα τρόφιμα και τα ποτά. Κάτω, κάτω υπήρχε ένα συρταράκι όπου έτρεχαν τα νερά από τον πάγο που έλιωνε και οι νοικοκυρές το άδειασαν όταν γέμιζε για να μην πλημμυρίσει. Ο παγοπώλης λοιπόν ήταν ο άνθρωπος που προμήθευε τα σπίτια και τις επιχειρήσεις με τον πάγο τον οποίο και μετέφερε με το κάρο του.
Ο βαρελάς
Συνεχίζοντας το ταξίδι στο παρελθόν θα δούμε τον βαρελά. Ο βαρελάς ήταν τεχνίτης, ειδικός στην κατασκευή βαρελόσχημων και σκαφοειδών σκευών, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, σκευών που απαιτούσαν ιδιαίτερη τεχνική και ειδικά εργαλεία για καμπύλες επιφάνειες. Οι βαρελάδες, δούλευαν με παραγγελίες. Εκτός από βαρέλια κατασκεύαζαν και άλλα είδη οικιακής χρήσεως από ξύλο: Ξύλινες κανάτες, τσότρες (ξύλινα δοχεία κρασιού), παγούρια κ.ά.
Ο γαλατάς
Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της ημέρας. Φόρτωνε τα γκιούμια (κανάτες) με το φρέσκο γάλα στο γαϊδουράκι του και ξεκινούσε πρωί-πρωί απ’ το χωριό του για την πόλη. Έπρεπε να προφτάσει να εξυπηρετήσει όλους τους πελάτες. Την ίδια πάντα ώρα, πιστός στο ραντεβού, έδενε σε κάποιο δέντρο το ζώο του και ξεκινούσε το μοίρασμα. Είχε συνήθως μόνιμους πελάτες, αν όμως τύχαινε και του περίσσευε γάλα, τότε έπαιρνε τους δρόμους φωνάζοντας μέχρι να το πουλήσει όλο και να γυρίσει στο χωριό του.
Μέχρι τη δεκαετία του ’70 περνούσαν ακόμη γαλατάδες απ’ τις γειτονιές. Με τη λειτουργία όμως των εργοστασίων γάλακτος, το συγκεκριμένο επάγγελμα χάθηκε.
Συνεχίζουμε με τον ντελάλη. ο Ντελάλης είναι μάλλον τούρκικη λέξη και σημαίνει «αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα», ο δημόσιος κήρυκας. Οι ντελάληδες διαλαλούσαν στους κατοίκους των κωμοπόλεων και των χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες.
Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας.
Επιγραμματικά αναφέρουμε μερικά ακόμα επαγγέλματα τα οποία χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου
Κατρατζής : Στα τούρκικα katran σημαίνει πίσσα, άσφαλτος κι επομένως κατρατζής ήταν αυτός που ασχολούνταν με την πίσσα. Κυρίως η δουλειά του ήταν να πισσάρει τα ιστιοφόρα και τις βάρκες που έπλεαν στη θάλασσα. Ακόμα με πίσσα άλειφε και τα βαρέλια.
Καλαφάτης : Η δουλειά του ήταν παρόμοια με του κατρατζή.
Καλφόπουλος : Από τη λέξη κάλφας που σήμαινε τον μαθητευόμενο ράφτη ή τσαγκάρη
Μαδεμλής : Είχε σχέση με την εξόρυξη και κατεργασία του χυτοσιδήρου που ακόμα και σήμερα ακόμα το λέμε μαντέμι η λέξη όμως είναι τούρκικη. Maden στα τούρκικα θα πει ορυκτό, μετάλλευμα.
Καϊτατζής : Προέρχεται από το μουσικό που έπαιζε γκάιντα (gayda).
Καλάης : Προφανώς το όνομα αυτό έχει τη ρίζα του στο επάγγελμα του γανωτή και στο καλάι που χρησιμοποιούσε στη δουλειά του.
Καφετζής : Το γνωστό επάγγελμα του καφεπώλη στα ελληνικά καφενεία.
Βεβαία υπάρχουν και επαγγέλματα που ναι μεν είχαν αρχίσει να εξαφανίζονται αλλά λόγω της κρίσης που περνάμε έχουν έρθει και πάλι στο προσκήνιο. Αυτό είναι το επάγγελμα του τσαγκάρη. Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια.
Παλιότερα όμως ο τσαγκάρης ήταν αυτός που έφτιαχνε ένα παπούτσι από την αρχή. Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες, σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Δεν υπήρχαν τότε κόλες και μηχανές. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του.
Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί. Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λίρα και για να φτιαχτούν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν φυσικά στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια.
Σήμερα έχει έρθει όπως είπαμε και πάλι στο προσκήνιο καθώς όλο και περισσότεροι τον επισκέπτονται ώστε να επιδιορθώσουν τα παπούτσια τους.
Επόμενος είναι ο πλανόδιο μανάβης. Αυτόν μπορεί να τον συναντήσουμε κυρίως σε χωρία οπού περνάει 2-3 φορές την εβδομάδα και προμηθεύει τους κατοίκους. Σήμερα η δουλειά του έχει αντικατασταθεί από τις λαϊκές αγορές , τα μανάβικα της γειτονιάς και τα σούπερ μάρκετ.
Ακόμα ένα επάγγελμα το οποίο συναντάμε σπάνια είναι αυτό του παγωτατζή. Μπορεί να τον δούμε στις παραλίες σε νησιά κυρίως το καλοκαίρι αλλά ακόμα και στις πόλεις κυρίως στις λαϊκές αγορές.