Η γερμανική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, στις 6 Απριλίου του 1941, σηματοδοτούσε την περιέλευση της Βαλκανικής υπό τον γερμανικό έλεγχο. Η χερσόνησος δεν αποτελούσε στο σύνολό της πεδίο προτεραιότητας για το Βερολίνο. Καθοριστικός για τον γερμανικό σχεδιασμό ήταν ο έλεγχος των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας. Το ενδιαφέρον της Γερμανίας για την Ελλάδα προέκυψε ως αποτέλεσμα της ιταλικής επίθεσης τον Οκτώβριο του 1940. Σε σχετική ιταλική βολιδοσκόπηση, το Βερολίνο είχε απαντήσει αρνητικά, επικαλούμενο την ανάγκη αποφυγής εγκατάστασης των Βρετανών στο νότιο άκρο της χερσονήσου με συνέπεια να απειληθεί η ανεμπόδιστη χρήση των ρουμανικών πετρελαιοπηγών, αφού η Ρουμανία θα βρισκόταν εντός του βεληνεκούς της βρετανικής αεροπορίας.
Η ιταλική εμπλοκή και κυρίως η ήττα των ιταλικών δυνάμεων στην Αλβανία έθετε την Ελλάδα στο επίκεντρο του γερμανικού στρατιωτικού σχεδιασμού.
Τον Δεκέμβριο του 1940, ο Χίτλερ έδινε τη συγκατάθεσή του για το σχέδιο «Μαρίτα», που προέβλεπε την κατάληψη της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας προκειμένου να εξασφαλιστούν η νότια και ανατολική γερμανική πλευρά εν όψει της εκστρατείας κατά της Σοβιετικής Ενωσης που επρόκειτο να αναληφθεί εντός του 1941. Πριν προσφύγει, όμως, τελικά στη στρατιωτική λύση, το Βερολίνο θα αναλάμβανε διπλωματική προσπάθεια για ανακωχή μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδας. Οι προσπάθειες αυτές που εξελίχθηκαν από τον Δεκέμβριο του 1940 έως και τον Φεβρουάριο του 1941 απέβησαν άκαρπες, καθώς η Αθήνα δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει τη συμμαχία της με τη Βρετανία, αλλά μόνο να εξασφαλίσει τη διακοπή των εχθροπραξιών με την Ιταλία. Αντίθετα, η προτεραιότητα για το Βερολίνο ήταν να εκδιώξει τους Βρετανούς από την Ελλάδα. Η τελευταία θα προσπαθούσε να τηρήσει ιδιαίτερα προσεκτική στάση, αποφεύγοντας να προκαλέσει τη γερμανική πλευρά. Ηδη, κατά τις συνομιλίες της με τους Βρετανούς, η Αθήνα είχε αρνηθεί να δεχθεί βρετανικές δυνάμεις στο έδαφός της, αφού η βρετανική ενίσχυση φαινόταν ανεπαρκής για την απώθηση γερμανικής εισβολής αλλά επαρκής για να προκαλέσει το Βερολίνο. Οταν τελικά, προς το τέλος Φεβρουαρίου, η Αθήνα θα δεχόταν τη βρετανική ενίσχυση ήταν περίπου βέβαιο ότι οι γερμανικές δυνάμεις θα επενέβαιναν υπέρ των Ιταλών. Η είσοδος του γερμανικού στρατού στη Βουλγαρία ήταν η από μακρού αναμενόμενη επιβεβαίωση των γερμανικών προθέσεων. Στον γερμανικό σχεδιασμό σημαντική θέση κατείχε και η Γιουγκοσλαβία. Το Βελιγράδι αισθανόταν από καιρό τη γερμανική πίεση και η θέση του δεν ήταν αναμφισβήτητη στο πλευρό των δυτικών δυνάμεων. Στις 25 Μαρτίου, υπό την επίδραση του αντιβασιλέως Παύλου, η Γιουγκοσλαβία επρόκειτο να προσχωρήσει στον Αξονα. Η εικόνα ανατράπηκε άρδην στις 27 Μαρτίου, όταν πραξικόπημα φιλοβρετανικών στοιχείων στον στρατό και στις υπηρεσίες ασφαλείας, με τη συνδρομή των βρετανικών υπηρεσιών, ανέτρεψε τον αντιβασιλέα και την κυβέρνησή του. Ο νεαρός βασιλέας που ανέλαβε την άσκηση των βασιλικών του καθηκόντων χωρίς αντιβασιλεία διόρισε μια νέα κυβέρνηση που δεν συμμεριζόταν τον προσανατολισμό της γιουγκοσλαβικής πολιτικής προς τον Αξονα.
Το πραξικόπημα στο Βελιγράδι θα αντιμετωπιζόταν από τη γερμανική πλευρά με την προσφυγή στη στρατιωτική επιλογή. Αυτή είχε γίνει υποχρεωτική και για την Ελλάδα από την οπτική του Βερολίνου ήδη από τα μέσα Μαρτίου, αφού η εαρινή επίθεση των Ιταλών στην Αλβανία είχε αποκρουστεί από τις ελληνικές δυνάμεις και συνεπώς δεν διαφαινόταν δυνατότητα ανατροπής της στρατιωτικής κατάστασης.
Η κεραυνοβόλος επιχείρηση «Μαρίτα» στα Βαλκάνια
Από στρατιωτική άποψη, οι γερμανικές δυνάμεις ήταν αναμφισβήτητα υπερέχουσες και η εξέλιξη των επιχειρήσεων αποτελούσε μια βαλκανική εκδοχή του κεραυνοβόλου πολέμου που είχαν εφαρμόσει με επιτυχία οι Γερμανοί στη δυτική Ευρώπη τον Μάιο του 1940. Οι Ελληνες είχαν ισχυρές οχυρώσεις στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο αλλά όχι στην ελληνογιουγκοσλαβική. Πέραν αυτού, ο ελληνο-βρετανικός σχεδιασμός έπασχε, καθώς δεν ήταν σαφές αν θα επιδιωκόταν η άμυνα σε προωθημένη γραμμή ή η εκκένωση της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης ώστε να στηριχθεί αμυντικά μια γραμμή στον ποταμό Αλιάκμονα. Η εξέλιξη των επιχειρήσεων κατέστησε μάλλον ακαδημαϊκές τις σχετικές συζητήσεις. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν ταυτόχρονα στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία στις 6 Απριλίου. Η υπεροχή τους σε τεθωρακισμένα και στον αέρα ήταν σαφής, ενώ αντίθετα, οι βρετανικές, νεοζηλανδικές και αυστραλιανές δυνάμεις που είχαν εισέλθει στον ελληνικό χώρο τον Μάρτιο δεν διέθεταν τα μηχανοκίνητα μέσα και την αεροπορική κάλυψη σε επάρκεια. Από ελληνικής πλευράς, ο κύριος όγκος των δυνάμεων ήταν δεσμευμένος στο μέτωπο της Αλβανίας. Τα οχυρά στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο αποδείχθηκαν αξιόπιστα ως προς τη δυνατότητά τους να καθυστερήσουν την προέλαση του επιτιθέμενου, δεν είχαν όμως πρακτική αξία από τη στιγμή που οι γερμανικές δυνάμεις έκαμψαν εύκολα τη γιουγκοσλαβική αντίσταση και εισήλθαν ταχύτατα στο ελληνικό έδαφος, μέσω της κοιλάδας του Αξιού και κατέλαβαν τελικά τη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου. Οποιαδήποτε περαιτέρω αντίσταση στα οχυρά δεν είχε νόημα. Η προέλαση ήταν ταχεία και στη Γιουγκοσλαβία, το Βελιγράδι καταλήφθηκε στις 17, ενώ η γραμμή των Θερμοπυλών ήταν προφανές τις ίδιες μέρες ότι δεν μπορούσε να αντέξει. Η ραγδαία γερμανική προέλαση απέκοψε και τις ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο μέτωπο της Αλβανίας. Η συντριπτική γερμανική υπεροχή άσκησε μεγάλη ψυχολογική και υλική πίεση στον ελληνικό στρατιωτικό μηχανισμό και στην πολιτική ηγεσία. Ο διάδοχος του Μεταξά στην πρωθυπουργία, Αλέξανδρος Κορυζής, αυτοκτόνησε στις 18 Απριλίου, ενώ διοικητές των μονάδων της στρατιάς Ηπείρου με επικεφαλής τον στρατηγό Τσολάκογλου, ενώπιον του αδιεξόδου στο οποίο βρίσκονταν, προχώρησαν σε συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς στις 20 Απριλίου, παρά τις αντίθετες διαταγές του βασιλιά Γεωργίου του Β΄ και του αρχιστρατήγου Αλεξάνδρου Παπάγου, οι οποίοι κατανοούσαν την πολιτική, ψυχολογική σημασία, αλλά και τη στρατηγική προοπτική της παραμονής της Ελλάδας στο πλευρό των Βρετανών.
Η συνθηκολόγηση δεν επηρέασε πάντως την προσπάθεια εκκένωσης των συμμαχικών δυνάμεων από την ηπειρωτική Ελλάδα. Η επιχείρηση εξελίχθηκε με επιτυχία και μεγάλο μέρος των δυνάμεων αυτών μεταφέρθηκαν στην Κρήτη, όπως άλλωστε ο βασιλιάς, η κυβέρνηση και υπολείμματα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Οι γερμανικές δυνάμεις εισήλθαν στην Αθήνα στις 27 Απριλίου. Η ελληνική επικράτεια, με εξαίρεση την Κρήτη, βρισκόταν πλέον υπό την τριπλή, γερμανική, βουλγαρική και ιταλική κατοχή.
Τα κίνητρα του Τσολάκογλου και των στρατηγών θεωρήθηκαν διαβλητά όταν αυτοί ανέλαβαν να σχηματίσουν μια κυβέρνηση συνεργασίας με τις δυνάμεις Κατοχής, ευθύς μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας ακολούθησε η κατάληψη της Κρήτης τον Μάιο του 1941.
Οι επιπτώσεις
Αν και η γερμανική επίθεση δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί από τους Ελληνες και τους Συμμάχους, προκάλεσε απώλειες σε επίλεκτες γερμανικές μονάδες και ενδεχομένως κάποια καθυστέρηση στην έναρξη της γερμανικής επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ενωσης, που τελικά πραγματοποιήθηκε στις 22 Ιουνίου. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν κρίθηκε στα Βαλκάνια, η κλίμακα των δυνάμεων στη γωνία αυτή της Ευρώπης δεν ήταν συγκρίσιμη με αυτή των άλλων μετώπων. Ούτε είναι βέβαιο ότι η γερμανική προέλαση στο σοβιετικό έδαφος καθυστέρησε καθοριστικά λόγω της βαλκανικής εκστρατείας. Αυτό που ανέδειξε όμως ο πόλεμος και η Κατοχή στα Βαλκάνια, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ήταν ότι η κυριαρχία της ναζιστικής Γερμανίας είχε πολύ λίγους υποστηρικτές, η Γερμανία έπρεπε να επέμβει στρατιωτικά και να υποστεί το κόστος σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό μιας μακροχρόνιας επιβολής διά της βίας, εγχείρημα το οποίο τελικά υπερέβαινε τις δυνατότητες της Γερμανίας.