Σε ένα γραφειοκρατικό λάθος φαίνεται πως οφείλει ολόκληρη τη ζωή του ο Κορνέλιους Μάικ Άντερσον, 37χρονος σήμερα άνδρας από το Μιζούρι που είχε καταδικαστεί σε 13 χρόνια φυλάκιση για ένοπλη ληστεία.
Η εντολή φυλάκισης όμως κάπου παρέπεσε, ο ‘Άντερσον ξεκίνησε μία κανονική ζωή -μέχρι που μετά από άλλα δεκατρία χρόνια, η αστυνομία του χτύπησε την πόρτα με τις χειροπέδες…
Το 2000, ο Άντερσον είχε καταδικαστεί για ένοπλη ληστεία σε φαστ φουντ στο Μιζούρι (στην οποία δεν είχε τραυματιστεί κανείς). Ήταν τότε 23 ετών και το δικαστήριο αποφάσισε ότι θα περνούσε τα επόμενα 13 χρόνια της ζωής του στη φυλακή.
Η γραφειοκρατία όμως έκανε το θαύμα της. Η εντολή φυλάκισης φαίνεται ότι χάθηκε κάπου μεταξύ του δικαστηρίου και των σωφρονιστικών αρχών.
«Περίμενα, μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα» είπε ο Άντερσον στο Associated Press, αλλά οι χειροπέδες δεν έρχονταν. Σταδιακά, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους και ο Άντερσον συνέχισε τη ζωή του.
Πάντα υπό το φόβο της καταδικαστικής απόφασης, ο Άντερσον ξεκίνησε να δουλεύει, ερωτεύτηκε, άνοιξε επιχείρηση και έκανε οικογένεια. Κατέληξε μάλιστα να ενσαρκώνει απολύτως το αμερικανικό υπόδειγμα πολίτη, όχι μόνο πηγαίνοντας στην εκκλησία τακτικά αλλά και κάνοντας τον προπονητή σε σχολική ομάδα.
Μέχρι που τον Ιούλιο του 2013 κάποιος στην υπηρεσία ανακάλυψε την υπόθεση και οι αστυνομικοί χτύπησαν την πόρτα του κρατώντας, με 13 χρόνια καθυστέρηση, τις χειροπέδες.
Η φυλάκισή του όμως προκάλεσε αντιδράσεις στην τοπική κοινωνία, η οποία είχε ήδη αποδεχθεί τον Άντερσον -εκστρατεία υπέρ του μάζεψε μάλιστα 35.000 υπογραφές.
Το τέλος έφερε την Τρίτη, μετά από δέκα μήνες φυλάκισης, ξανά το δικαστήριο. Ο δικαστής Τέρι Λι Μπράουν του Μιζούρι χρειάστηκε μόνο δέκα λεπτά για να φτάσει στην απόφαση ότι, όπως είπε, «παρά το σοβαρό αδίκημα που είχε διαπραχθεί, είναι πολύ διαφορετικός άνθρωπος από τότε, ένας άνθρωπος αλλαγμένος και καλύτερος». Διέταξε έτσι την αποφυλάκισή του, αυτή τη φορά οριστικά και με το νόμο.